Λέμε συνήθως πως αισθανόμαστε καλά, αλλά γνωρίζουμε στ’ αλήθεια τι συμβαίνει με την υγεία μας; Για να μάθουμε ποια είναι η πραγματική κατάσταση της υγείας μας θα πρέπει να κάνουμε προσυμπτωματικούς ελέγχους.
Τα τεστ προσυμπτωματικού ελέγχου μπορούν να «πιάσουν» μια ασθένεια πριν καν εμφανιστούν τα σημάδια της, επομένως η θεραπεία της μπορεί να βοηθήσει περισσότερο. Αν και διαφέρουν οι συστάσεις διαφόρων οργανισμών για τα τεστ, αυτά προέκυψαν από μελέτη υγιών γυναικών χωρίς συμπτώματα. Εχουν ληφθεί υπόψιν ο τρόπος ζωής, το ιατρικό οικογενειακό ιστορικό και το προσωπικό ιατρικό ιστορικό.
Δείτε ποιες είναι οι 7 απαραίτητες εξετάσεις υγείας που δεν πρέπει να αμελούν οι γυναίκες.
1. Μαστογραφία και εξέταση του μαστού
Με εξαίρεση τον καρκίνο του δέρματος, ο καρκίνος του μαστού είναι ο πιο κοινός τύπος καρκίνου στις γυναίκες. Η πιθανότητα ανάπτυξης του διηθητικού καρκίνου του μαστού σε μια γυναίκα είναι 1 στις 7 (13,4%). Η έγκαιρη ανίχνευση και θεραπεία του καρκίνου του μαστού, έχει βοηθήσει στη μείωση των θανάτων από τη νόσο. Η μαστογραφία μπορεί να εντοπίσει περίπου το 75% των καρκίνων τουλάχιστον ένα χρόνο πριν αυτές γίνουν αντιληπτές. Παρά το γεγονός ότι οι μαστογραφίες μπορούν να ανιχνεύσουν όγκους δεν αποκλείεται να χάσουν μερικούς. Και μερικά αποτελέσματα μαστογραφιών μπορεί να οδηγήσουν σε βιοψίες που δεν βρίσκουν καρκίνο. Εάν αισθάνεστε πως υπάρχει ένας όγκος και η μαστογραφία σας δείχνει φυσιολογική, ενημερώστε άμεσα το γιατρό σας, γιατί αυτός ο όγκος μπορεί να είναι καρκίνος.
Τα οφέλη και οι περιορισμοί της μαστογραφίας βασίζονται σε παράγοντες όπως η ηλικία και ο προσωπικός κίνδυνος. Οι ειδικοί έχουν διαφορετικές προτάσεις για τη μαστογραφία. Επί του παρόντος συνιστάται να γίνεται έλεγχος κάθε δύο χρόνια στις γυναίκες ηλικίας από 50 έως 74 ετών. Παράλληλα, οι γυναίκες πρέπει να κάνουν ετήσιο έλεγχο από την ηλικία των 40 ετών. Πριν απ’ αυτή την ηλικία θα πρέπει να κάνουν μία μαστογραφία, την ονομαζόμενη «μαστογραφία αναφοράς» που θα χρησιμεύει ως μέτρο σύγκρισης για τις επόμενες μαστογραφίες. Να έχετε υπόψιν σας, ωστόσο πως αυτές οι προτάσεις μπορεί να αλλάξουν ανάλογα με τους παράγοντες κινδύνου που αντιμετωπίζετε, αφού για παράδειγμα αν υπάρχει οικογενειακό ιατρικό ιστορικό οι γυναίκες θα πρέπει να ξεκινούν τις μαστογραφίες πριν τα 40 χρόνια τους. Οι γυναίκες θα πρέπει να συζητούν με το γιατρό τους πριν από τη λήψη απόφασης για το πότε να ξεκινήσουν και πόσο συχνά θα κάνουν μαστογραφία.
Αξίζει να σημειωθεί πως η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία (ACS) συνιστά κλινικές εξετάσεις μαστού τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια για όλες τις γυναίκες που βρίσκονται μεταξύ 20 και 30 ετών και ετήσιες εξετάσεις για τις γυναίκες που είναι 40 ετών και πάνω.
Η Αμερικανική Υπηρεσία Πρόληψης Τask Force (USPSTF) από την πλευρά της πιστεύει ότι δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να εκτιμήσει την αξία της μαστογραφίας για τις γυναίκες άνω των 40 ετών. Επίσης, δεν προτείνει αυτοεξέταση του μαστού, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία η αυτοεξέταση δεν συνιστά χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου από καρκίνο του μαστού. Υποστηρίζει πως είναι μια επιλογή για τις γυναίκες άνω των 20 ετών, προκειμένου να εξοικειωθούν με τα στήθη τους, ώστε να μπορέσουν να παρατηρήσουν πιο εύκολα τις αλλαγές, ωστόσο ο τρόπος αυτοεξέτασης που πραγματοποιούν δεν μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά.
2. Τεστ Παπανικολάου και γυναικολογική εξέταση
Kατά τη διάρκεια ενός τεστ Παπανικολάου, οι γιατροί αφαιρούν κύτταρα από τον τράχηλο για να ψάξουν τα πρώτα προειδοποιητικά σημάδια του καρκίνου που δεν προκαλεί συμπτώματα. Ο προσυμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας θα πρέπει να αρχίσει περίπου τρία χρόνια αφού η γυναίκα ξεκινήσει να έχει κολπική συνουσία, αλλά όχι αργότερα από την ηλικία των 21 ετών. Ο έλεγχος θα πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο με τα συμβατικά τεστ Παπανικολάου ή κάθε δύο χρόνια με βάση τα υγρά τεστ Παπανικολάου που έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία στην ανίχνευση δυσπλασιών σε σχέση με τα συμβατικά τεστ.
Από την ηλικία των 30 ετών και μετά, οι γυναίκες που είχαν τρία φυσιολογικά αποτελέσματα στα τεστ που πραγματοποίησαν, μπορούν να εξετάζονται κάθε δύο με τρία χρόνια. Οι γυναίκες από 70 ετών και άνω που είδαν τρία ή και περισσότερα φυσιολογικά και μη φυσιολογικά τεστ τα τελευταία 10 χρόνια και οι γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε ολική υστερεκτομή μπορούν να επιλέξουν να σταματήσουν τον έλεγχο για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Μια γυναίκα που έχει κάνει ολική υστερεκτομή στην οποία έχουν αφαιρεθεί η μήτρα, ο τράχηλος της μήτρας και οι ωοθήκες για μη καρκινικούς λόγους δεν χρειάζεται να κάνει τεστ Παπανικολάου.
3. Εξετάσεις για σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ)
Αν είστε σεξουαλικά ενεργή και είχατε περισσότερους από έναν συντρόφους, ή έχετε έναν σύντροφο που είχε περισσότερες από μία συντρόφους, θα πρέπει να ελεγχθείτε για σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ). Αυτό είναι ακόμα πιο απαραίτητο αν έχετε σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις με πολλούς συντρόφους και οποιοσδήποτε απ’ αυτούς είχε πολλές συντρόφους.
Το πιο κοινό ΣΜN είναι τα χλαμύδια, που αν αφεθούν χωρίς θεραπεία, μπορεί να οδηγήσουν σε στειρότητα. Αλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα είναι η βλεννόρροια, η σύφιλη, ο ιός HIV, ο ιός HPV (ιός ανθρώπινων θηλωμάτων), ο έρπης και η ηπατίτιδα Β.
Οι γυναίκες 25 ετών ή νεότερες που είναι σεξουαλικά ενεργές θα πρέπει να ελέγχονται για χλαμύδια. Αν είστε ηλικιωμένες ή έγκυες, μιλήστε με το γιατρό σας για να δείτε αν θα πρέπει να ελεγχθείτε.
4. Τεστ για διαβήτη
Στο διαβήτη τύπου 2 το σάκχαρο στο αίμα αυξάνεται, επειδή δεν μπορείτε να παράγετε αρκετή ινσουλίνη ή να χρησιμοποιήσετε αυτήν που έχετε κανονικά. Πολλές γυναίκες αναπτύσσουν διαβήτη στη μέση ηλικία αλλά τα τελευταία χρόνια ολοένα και αυξάνονται τα κρούσματα διαβήτη σε πολύ νέους ανθρώπους. Στις ομάδες υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2 είναι οι γυναίκες που είναι παχύσαρκες, δεν παρουσιάζουν καμία σωματική δραστηριότητα και έχουν οικογενειακό ιστορικό της νόσου. Ο διαβήτης τύπου 2 εμφανίζεται πιο συχνά στις γυναίκες που είχαν διαβήτη κυήσεως (διαβήτης που αναπτύχθηκε στην εγκυμοσύνη) ή σε γυναίκες που έχουν σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, υψηλή αρτηριακή πίεση, υψηλή χοληστερόλη, μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη, ή διαταραχή γλυκόζης νηστείας.
Ο έλεγχος για διαβήτη τύπου 2 πρέπει να γίνεται κάθε τρία χρόνια, αρχής γενομένης στην ηλικία των 45 ετών, αν μια γυναίκα είναι σε μέσο κίνδυνο για διαβήτη. Αν ανήκει σε οποιονδήποτε από τους παράγοντες κινδύνου που αναφέρθηκαν παραπάνω ή αν είναι υπέρβαρη ή παχύσαρκη, θα πρέπει να ελέγχεται από μικρότερη ηλικία και πιο συχνά. Υπέρβαρος ορίζεται κάποιος που έχει δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) 25 έως 29. Παχύσαρκος αυτός που έχει ΔΜΣ 30 ή παραπάνω.
5. Ανίχνευση καρδιακής νόσου
Η παχυσαρκία, η υψηλή αρτηριακή πίεση, η διατροφή που είναι υψηλή σε λιπαρά, καθώς και ο διαβήτης και οι καρδιακές παθήσεις, αποτελούν τις μεγαλύτερες αιτίες θανάτου των γυναικών. Οι γυναίκες δεν μπορούν να αναγνωρίσουν εύκολα τα συμπτώματα της καρδιακής προσβολής, γιατί δεν έχουν πόνο στο στήθος όπως οι άνδρες, αλλά συχνότερα έχουν δυσπεψία, δυσκολία στην αναπνοή και πόνο των μυών. Ολες οι γυναίκες από τα 18 και μετά θα πρέπει να ελέγχουν τακτικά την αρτηριακή τους πίεση. Αν αυτή είναι κάτω από 120 η συστολική (η επάνω) και λιγότερο από 80 η διαστολική (η κάτω), θα πρέπει να εξετάζονται κάθε δύο χρόνια. Εάν ο αριθμός είναι μεγαλύτερος ή υπάρχει αυξημένος παράγοντας κινδύνου, όπως καρδιοπάθειες, υψηλή χοληστερόλη, ή διαβήτης θα πρέπει να εξετάζονται πιο συχνά.
Παράλληλα, όλες οι γυναίκες άνω των 20 ετών θα πρέπει να τσεκάρουν τη χοληστερόλη τους τουλάχιστον μια φορά κάθε πέντε χρόνια. Η ολική χοληστερόλη θα πρέπει να είναι μικρότερη από 200 mg/dL. Η LDL χοληστερόλη («κακή») θα πρέπει να είναι μικρότερη από 100 mg/dL και η HDL χοληστερόλη («καλή») θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 50 mg/dL (όσο υψηλότερη είναι η «καλή» χοληστερόλη, τόσο το καλύτερο). Συζητήστε με το γιατρό σας για να μάθετε πότε θα πρέπει να ξεκινήσετε.
6. Τεστ οστικής πυκνότητας
Οι γυναίκες διαθέτουν μικρότερη οστική μάζα απ’ ό,τι οι άνδρες. Μετά την εμμηνόπαυση βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο για ταχεία απώλεια οστικής μάζας, που μπορεί να οδηγήσει σε οστεοπόρωση. Η οστεοπόρωση αυξάνει τον κίνδυνο για κατάγματα.
Επομένως οι γυναίκες ηλικίας 65 ετών και άνω πρέπει να ελέγχονται τακτικά για την οστεοπόρωση. Αν έχετε άλλους παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση, όπως για παράδειγμα αν είστε μικροκαμωμένες και αδύνατες ή καπνίζετε θα πρέπει να ξεκινήσετε τον έλεγχο στην ηλικία των 60.
7. Ελεγχος για καρκίνο του παχέος εντέρου
Οι γυναίκες ηλικίας 50 ετών και άνω πρέπει να ελέγχονται για καρκίνο του παχέος εντέρου εάν είναι σε μέσο κίνδυνο. Αν μια γυναίκα έχει οικογενειακό ιστορικό οικογενούς πολυποδίασης, ή μια προσωπική ιστορία ελκώδους κολίτιδας, θα πρέπει να ξεκινά τον έλεγχο νωρίτερα. Υπάρχουν διάφορες διαθέσιμες μέθοδοι, όπως η εξέταση κοπράνων και η σιγμοειδοσκόπηση, όπως επίσης και η κολονοσκόπηση. Η κολονοσκόπηση χρησιμοποιεί έναν εύκαμπτο σωλήνα για να εξετάσει το σύνολο του παχέος εντέρου και το ορθό για προκαρκινικούς πολύποδες. Συζητήστε με το γιατρό σας ποια μέθοδος ελέγχου είναι κατάλληλη για εσάς.