Προηγούμενες έρευνες έχουν συνδέσει την ανεπάρκεια βιταμίνης D με την αυξανόμενη γήρανση των οστών, τον υψηλότερο κίνδυνο χρόνιου πόνου μεταξύ των ανδρών και την αυξημένη πιθανότητα θανάτου από όλες τις αιτίες.
Τώρα, μια νέα μελέτη δείχνει ότι τα άτομα με ανεπάρκεια βιταμίνης D διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο σχιζοφρένειας.
Η σχιζοφρένεια είναι μια ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις, δυσλειτουργικές σκέψεις και ταραγμένες κινήσεις του σώματος.
Τι ακριβώς προκαλεί αυτή την κατάσταση είναι ακόμα ασαφές, αν και προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι οι ανισορροπίες των χημικών αντιδράσεων στον εγκέφαλο, η γενετική και περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορεί να παίζουν κάποιο ρόλο.
Οι ερευνητές αυτής της τελευταίας μελέτης, με επικεφαλής τον δρα Ahmad Esmaillzadeh, του Πανεπιστημίου Ιατρικών Επιστημών του Ισφαχάν στο Ιράν, έθεσαν ως στόχο να διερευνήσουν κατά πόσον υπάρχει σύνδεση, μεταξύ της ανεπάρκειας της βιταμίνης D και της σχιζοφρένειας.
Η βιταμίνη D είναι μία λιποδιαλυτή βιταμίνη, που βρίσκεται σε ορισμένα τρόφιμα, όπως τα λιπαρά ψάρια. Ωστόσο, η κύρια πηγή της βιταμίνης D είναι ο ήλιος.
Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, η σχιζοφρένεια τείνει να είναι πιο διαδεδομένη σε ψυχρά κλίματα, με υψηλά γεωγραφικά πλάτη. Την έρευνά τους ώθησε το γεγονός ότι τα επίπεδα της βιταμίνης D επηρεάζονται κυρίως από την έκθεση στο ηλιακό φως.
Διπλάσιες οι πιθανότητες
Για να οδηγηθούν στα ευρήματά τους, που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο περιοδικό Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism (JCEM), ο Esmaillzadeh και οι συνεργάτες του ανέλυσαν 19 μελέτες, που εξέτασαν τη σχέση μεταξύ της βιταμίνης D και των συνθηκών ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανομένης της σχιζοφρένειας.
Ολοι οι συμμετέχοντες -συμπεριλαμβανομένων 2.804 ενηλίκων με ή χωρίς καταστάσεις ψυχικής υγείας- υποβλήθηκαν σε εξετάσεις αίματος, που αποκάλυψαν τα επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα τους.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, σε σύγκριση με τους υγιείς συμμετέχοντες, τα άτομα με σχιζοφρένεια είχαν πολύ χαμηλότερα επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα τους. Περίπου το 65% των ασθενών με σχιζοφρένεια είχαν ανεπάρκεια βιταμίνης D, σύμφωνα με τους ερευνητές. Ειδικότερα, βρήκαν ότι τα επίπεδα της βιταμίνης D σε άτομα με σχιζοφρένεια ήταν 5,91 ng/ml χαμηλότερα από εκείνα των υγιών συμμετεχόντων. Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι οι συμμετέχοντες με ανεπάρκεια βιταμίνης D ήταν 2,16 φορές πιο πιθανό να έχουν σχιζοφρένεια, σε σύγκριση με εκείνους των οποίων τα επίπεδα βιταμίνης D ήταν φυσιολογικά.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της ομάδας, Esmaillzadeh λέει:
«Υπάρχει μια αυξανόμενη τάση στον τομέα της επιστήμης της διατροφής να εξετάζει τη βιταμίνη D και τη σχέση της με ασθένειες όπως ο διαβήτης, ο καρκίνος, οι καρδιακές παθήσεις και η κατάθλιψη. Τα ευρήματά μας υποστηρίζουν τη θεωρία ότι η βιταμίνη D μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις και στην ψυχιατρική υγεία. Απαιτείται περισσότερη έρευνα για να καθοριστεί ο τρόπος που αυτό το αυξανόμενο πρόβλημα της ανεπάρκειας της βιταμίνης D μπορεί να επηρεάσει τη γενική υγεία μας».
Ωστόσο, είπε επίσης πως είναι δυνατόν η σχιζοφρένεια να είναι αυτή που προκαλεί την ανεπάρκεια της βιταμίνης D και όχι το αντίθετο.
«Λόγω της παρατήρησης της φύσης των μελετών που περιλαμβάνονται στις μετα-αναλύσεις μας, δεν μπορούμε να δηλώσουμε εμφατικά ότι η έλλειψη βιταμίνης D προκαλεί σχιζοφρένεια. Ωστόσο, τα ευρήματα δύο σημαντικών επιδημιολογικών μελετών που εξέτασαν τα επίπεδα της βιταμίνης D στα νεογνά και τη σχέση της με τη σχιζοφρένεια, επιβεβαιώνουν ότι τα χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D σε πρώιμα στάδια της ζωής είναι ένας παράγοντας κινδύνου ανάπτυξης σχιζοφρένειας αργότερα στη ζωή. Επίσης, αρκετές μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι η έλλειψη βιταμίνης D μπορεί να προκαλέσει βλάβες στον εγκέφαλο που μπορεί να οδηγήσουν σε σχιζοφρένεια. Ως εκ τούτου, απαιτούνται πιο εκτεταμένες μελέτες και ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές στον τομέα αυτό», είπε.