Οι ερευνητές υποστηρίζουν πως έχουν προσδιορίσει τα 4 βασικά γονίδια που συνδέονται με το λόγο που μερικοί άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη αντοχή στον πόνο απ’ ό,τι άλλοι άνθρωποι, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Η μελέτη πρόκειται να παρουσιαστεί στην 66η Ετήσια Συνάντηση Νευρολογίας της Αμερικανικής Ακαδημίας, στην Φιλαδέλφεια, που θα διεξαχθεί τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου.
«Η μελέτη μας είναι πολύ σημαντική γιατί παρέχει έναν αντικειμενικό τρόπο να κατανοήσουμε τον πόνο και γιατί διαφορετικά άτομα έχουν διαφορετικά επίπεδα αντοχής στον πόνο. Ο προσδιορισμός σχετικά με το αν ένα άτομο έχει αυτά τα τέσσερα βασικά γονίδια, θα μπορούσε να βοηθήσει τους γιατρούς να κατανοήσουν καλύτερα την αντίληψη του ασθενούς στον πόνο », αναφέρει ο συγγραφέας της μελέτης Tobore Onojjighofia, καθηγητής της Βιοεπιστήμης και μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν 2.721 ανθρώπους που διαγνώστηκαν με χρόνιο πόνο για την ύπαρξη των συγκεκριμένων γονιδίων. Οι συμμετέχοντες έλαβαν συνταγογραφούμενα οπιοειδή φάρμακα για τον πόνο. Τα γονίδια που εμπλέκονται είναι τα COMT, DRD2, DRD1 και OPRK1.
Οι συμμετέχοντες αξιολογήθηκαν, επίσης, για την αντίληψη του πόνου τους σε μια κλίμακα από το μηδέν μέχρι το 10. Οι άνθρωποι που αξιολογήθηκαν στο μηδέν, δεν συμπεριελήφθησαν στη μελέτη. Η χαμηλή αντίληψη του πόνου ορίστηκε ως ένα αποτέλεσμα από 1-3, η μέτρια αντίληψη του πόνου από 4-6 και η αντίληψη του υψηλού πόνου ήταν ένα αποτέλεσμα από 7-10.
Το 9% των συμμετεχόντων είχε χαμηλή αντίληψη του πόνου, το 46% είχε μέτρια αντίληψη του πόνου και το 45% είχε υψηλή αντίληψη του πόνου.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως η παραλλαγή του γονιδίου DRD1 ήταν 33% περισσότερο διαδεδομένη στην ομάδα χαμηλού πόνου σε σχέση με την ομάδα υψηλού πόνου. Μεταξύ των ατόμων με μέτρια αντίληψη του πόνου, οι παραλλαγές COMT και OPRK ήταν κατά 25% και 19% αντίστοιχα πιο συχνές από ό,τι σε εκείνους με υψηλή αντίληψη του πόνου. Η παραλλαγή DRD2 ήταν 25% πιο συχνή σε αυτούς με υψηλή αντίληψη του πόνου σε σύγκριση με τα άτομα με μέτριο πόνο.
«Ο χρόνιος πόνος μπορεί να επηρεάσει κάθε άλλο τομέα της ζωής του ανθρώπου. Ο εντοπισμός των γονιδίων που μπορούν να διαδραματίσουν ένα ρόλο στην αίσθηση του πόνου θα μπορούσαν να παρέχουν ένα στόχο για την ανάπτυξη νέων θεραπειών και να βοηθήσουν τους γιατρούς να αντιληφθούν καλύτερα τον πόνο των ασθενών τους», τόνισε ο Οnojjighofia.