Είμαστε μια μεγάλη ευρωπαϊκή «οικογένεια»

Από την Ιρλανδία μέχρι τα Βαλκάνια, οι Ευρωπαίοι είναι βασικά μια μεγάλη οικογένεια, όπου ο ένας συνδέεται με τον άλλο τα τελευταία χίλια χρόνια, σύμφωνα με μια νέα μελέτη για το DNA των ανθρώπων όλης της Γηραιάς Ηπείρου.

Η μελέτη που έχει ως βασικό συντάκτη τον Γκρέιαμ Κουπ, καθηγητή της Εξέλιξης και της Οικολογίας, στο Πανεπιστήμιο Davis της Καλιφόρνια, δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση PLoS Biology.

«Είναι αξιοσημείωτο πόσο κοντά είναι όλοι οι Ευρωπαίοι μεταξύ τους. Σε ένα γενεαλογικό επίπεδο όλοι στην Ευρώπη αφήνουν ίχνη που πηγαίνουν πίσω στους ίδιους προγόνους, μόλις χίλια χρόνια πριν. Αυτό είχε προβλεφθεί θεωρητικά πριν από μία δεκαετία, όμως τώρα διαθέτουμε συγκεκριμένα στοιχεία από τα δεδομένα του DNA», λέει ο Κουπ και προσθέτει πως «μια στενή συγγένεια είναι πιθανό να υπάρχει και σε άλλα μέρη του κόσμου».

Ο Κουπ που συνέγραψε τη μελέτη μαζί με τον Πίτερ Ραλφ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας, έθεσε ως στόχο να μελετήσει τη συγγένεια μεταξύ των Ευρωπαίων στην πρόσφατη ιστορία, μέχρι περίπου πριν από 3.000 χρόνια. Με βάση τα δεδομένα Αναφοράς Δείγματος Πληθυσμού μια πηγή για τον πληθυσμό και την γενετική έρευνα, συνέκριναν τις γενετικές αλληλουχίες περίπου 2.000 ατόμων.

Οπως ήταν αναμενόμενο, οι Κουπ και Ραλφ διαπίστωσαν πως ο βαθμός γενετικής συγγένειας μεταξύ δύο ανθρώπων τείνει να είναι μικρότερος ή μεγαλύτερος, ανάλογα με την απόσταση που υπάρχει από το μέρος που ζουν. Ομως, ακόμα κι αν απέχουν μια απόσταση περίπου 2.000 χιλιομέτρων, για παράδειγμα όσο απέχουν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία, είναι πιθανό να έχουν σχέση με όλους τους προγόνους του ενός με τον άλλο, χίλια χρόνια πριν.

Οι μικρές τοπικές διαφορές, οι οποίες πιθανόν σηματοδοτούν δημογραφικές αλλαγές και ιστορικές μεταναστεύσεις, σαφώς και επηρεάζουν το επίπεδο της συγγένειας, ενώ εμπόδια όπως οροσειρές και γλωσσικές διαφορές έχουν μειωθεί ελαφρά. Ομως, ο Κουπ σημειώνει ότι όλα αυτά είναι σχετικά μικρές διαφορές.

«Η γενική εικόνα είναι ότι ο καθένας έχει σχέση με τους άλλους και αυτά που βλέπουμε είναι μόνο λεπτές διαφορές μεταξύ των περιφερειών», λέει.

Για να εξετάσουν αυτές τις διαφορές ο Ραλφ και ο Κουπ χρησιμοποίησαν ιδέες σχετικά με την αναμενόμενη ποσότητα γονιδιώματος που μοιράζονται μεταξύ τους συγγενείς διαφόρων βαθμών συγγένειας. Για παράδειγμα τα πρώτα ξαδέρφια έχουν κοινούς παππούδες και μοιράζονται μεγάλα τμήματα του DNA.

Οι Ραλφ και Κουπ μελέτησαν και μικρότερες ομάδες DNA που μοιράστηκαν ανάμεσα σε ξαδέρφια που χωρίζονται από πολλές γενιές. Επειδή ο αριθμός των προγόνων διπλασιάζεται με κάθε γενιά, η πιθανότητα να έχουν ταυτόσημα DNA με τους πιο απομακρυσμένους συγγενείς πέφτει γρήγορα. Αλλά σε μεγάλα δείγματα, σπάνιες περιπτώσεις μακρινού μοιράσματος DNA θα μπορούσαν να ανιχνευθούν. Με την ανάλυσή τους οι Κουπ και Ραλφ ήταν σε θέση να ανιχνεύσουν τα κοινά μπλοκ του DNA ακόμα κι αν τα άτομα είχαν εξαπλωθεί από τη μια μεριά της Ευρώπης στην άλλη και να υπολογίσουν πόσο καιρό πριν μοιράζονταν έναν πρόγονο.

Οι δύο ερευνητές ελπίζουν να συνεχίσουν το έργο τους με μεγαλύτερες και λεπτομερέστερες βάσεις δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν το πού ακριβώς ζουν τα άτομα αυτά μέσα σε μία χώρα. Παρόλο όμως που οι μελέτες τους για την γενετική καταγωγή μπορούν να ρίξουν φως στην υπόθεση, δεν λένε όλη την αλήθεια. Για να αποκαλυφθεί αυτή χρειάζεται επίσης η συμβολή της αρχαιολογίας και της γλωσσολογίας, που μπορούν με τη σειρά τους να δώσουν σημαντικές πληροφορίες για το πώς οι πολιτισμοί και οι κοινωνίες κινούνται και αλλάζουν.

«Οι μελέτες αυτές πρέπει να προχωρήσουν χέρι – χέρι για να σχηματίσουν μια πληρέστερη εικόνα της ιστορίας», καταλήγει ο Κουπ.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει