Ενα διπλό cheeseburger θα μπορούσε να είναι τόσο επικίνδυνο όσο το άναμμα ενός τσιγάρου με την έννοια ότι αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου στη μέση ηλικία, υποστηρίζει πρόσφατη μελέτη.
Ωστόσο, παρά το δυσοίωνο αποτέλεσμα της μελέτης που στηρίζεται στην ιδέα πως πολλή διαιτητική πρωτεΐνη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, υπάρχουν πραγματικά πολύ λίγες έγκυρες πληροφορίες που να υποστηρίζουν τα συγκεκριμένα ευρήματα.
Μερικά από τα στοιχεία της νέας έρευνας είναι συνεπή με την τρέχουσα αντίληψη ότι γενικά μια διατροφή πλούσια σε ζωικά λίπη αυξάνει τον κίνδυνο χρόνιων ασθενειών και ότι η μακροχρόνια κατανάλωση μιας διατροφής φυτικής προέλευσης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο της χρόνιας ασθένειας και του θανάτου. Τα υπόλοιπα, ωστόσο, είναι μόνο θεωρίες και όχι γεγονός.
Συνδυάζοντας τα επιδημιολογικά δεδομένα σε ανθρώπους με προκαταρκτικές μελέτες σε ποντίκια και εργαστηριακές μελέτες των κυττάρων, οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας, έχουν «συνδέσει τις τελείες» σε μια μπερδεμένη σειρά από εξηγήσεις, που δεν συνδέονται μεταξύ τους ως τεκμηριωμένη αντίληψη. Η έκθεση, που δημοσιεύτηκε την εβδομάδα που διανύουμε στο περιοδικό Cell Metabolism, προσπαθεί να βρει μια σχέση αιτίου-αποτελέσματος των διατροφικών πρωτεϊνών και τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, ωστόσο απέτυχε να το καταφέρει.
«Η σύγκριση με το κάπνισμα είναι πραγματικά αδικαιολόγητη, καθώς από το σχετικό κίνδυνο του cheeseburger, μέχρι τη βεβαιότητα των αρνητικών επιπτώσεων του καπνίσματος υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση», υποστηρίζει ο Τοm Sanders, επικεφαλής του Τμήματος Επιστημονικών Διατροφικών Ερευνών στο King’s College του Λονδίνου.
Εξετάζοντας την μελέτη που άντλησε στοιχεία από τη βάση δεδομένων του Εθνικού Συστήματος Υγείας και Διατροφής, μπορεί κανείς να ανακαλύψει περαιτέρω περιορισμούς στην μελέτη. Ο αριθμός των ατόμων που επιλέχθηκαν απ’ αυτήν την πολύ μεγάλη βάση δεδομένων ήταν σχετικά μικρός (κατ’ εκτίμηση περίπου 6.000 άτομα) και δεν περιέχονταν σχεδόν καθόλου σημαντικές περιγραφικές πληροφορίες σχετικά με την ομάδα μελέτης εκτός από την ηλικία τους και την πρόσληψη πρωτεΐνης όπως την ανέφεραν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες. Παράγοντες σημαντικοί, όπως η παχυσαρκία και ο Δείκτης Μάζας Σώματος, το κάπνισμα και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση που μπορούσαν σαφώς να επηρεάσουν όλα τα είδη των κινδύνων για την υγεία, δεν είχαν συμπεριληφθεί.
Επιπρόσθετα, ενώ η διαιτητική πρόσληψη πρωτεΐνης, είχε αυτοαναφερθεί, δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ των ζωικών πρωτεϊνών που είναι υγιείς (ψάρι ή κοτόπουλο χωρίς πέτσα) και εκείνων που περιέχουν υψηλές ποσότητες κορεσμένων λιπαρών (λιπαρά κόκκινα κρέατα). Αυτό σημαίνει πως τα συμπεράσματα των αποτελεσμάτων περιορίστηκαν αισθητά.
Αυτό ακριβώς επισήμανε και ο διατροφολόγος Gunter Kühnle του Πανεπιστημίου του Reading, που τόνισε πως τέτοιες δηλώσεις «μπορούν να βλάψουν την αποτελεσματικότητα σημαντικών μηνυμάτων για την δημόσια υγεία, ενώ αυτό που ουσιαστικά χρειάζεται το ευρύ κοινό είναι σωστές συμβουλές υγείας που θα συμβάλλουν στην πρόληψη».
Και συμπλήρωσε: «Αντί ο πληθυσμός να ανησυχεί για την πρωτεΐνη, η έγνοια του θα πρέπει να είναι: Μια δίαιτα που περιέχει πρωτεΐνες υψηλής ποιότητας, πλούσια σε φρούτα και λαχανικά, με έμφαση στην φυτικής προέλευσης διατροφή, όπως αυτή συνιστάται και υποστηρίζεται από την επιστήμη».