Σίγουρα έχετε ακούσει όλοι το στερεότυπο: Στις γυναίκες αρέσει να μιλάνε πολύ. Από τα ερωτικά τους μέχρι την καριέρα, στο τηλέφωνο, στο δείπνο, στις εξόδους τους, για τις αποφάσεις τους, για τα προβλήματά τους.
Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν οι άνδρες. Αλλά πόση αλήθεια κρύβεται σ’ αυτό το στερεότυπο; Μπορούμε πραγματικά να κάνουμε γενικεύσεις σχετικά με τις μορφές επικοινωνίας των γυναικών σε σχέση με εκείνες των ανδρών;
Η έρευνα είναι εκπληκτικά «λεπτή» υπό το βάρος του συγκεκριμένου στερεότυπου. Μερικές μελέτες λένε πως «ναι, οι γυναίκες είναι πιο ομιλητικές από τους άνδρες». Αλλες πάλι λένε πως δεν υπάρχει συγκεκριμένο μοτίβο. Και κάποιες άλλες, τέλος, υποστηρίζουν το αντίθετο, ότι δηλαδή οι άνδρες είναι μεγαλύτεροι πολυλογάδες από τις γυναίκες.
Ισως αυτή η αντίφαση να προέρχεται από τη δυσκολία της μελέτης ενός τέτοιου φαινομένου. Οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες βασίζονται είτε σε αυτο-αναφερόμενα δεδομένα, όπου οι ερευνητές συλλέγουν πληροφορίες στηριζόμενοι στην ομιλητικότητα των ατόμων στο παρελθόν, είτε σε δεδομένα παρατήρησης, όπου οι ερευνητές παρακολουθούν άμεσα τις αλληλεπιδράσεις.
Αλλά και οι δύο προσεγγίσεις «κουβαλούν» μαζί τους κάποιους σημαντικούς περιορισμούς. Κατ’ αρχήν, οι αναμνήσεις μας δεν είναι τόσο καλές, όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε ότι είναι. Επειτα, οι ερευνητές μπορούν να παρατηρήσουν μόνο πολλά άτομα ταυτόχρονα, κάτι που σημαίνει ότι έχουν μεγάλα σύνολα δεδομένων που προσφέρουν μεν μια μεγάλη στατιστική δύναμη, αλλά δεν επιτρέπουν να διακρίνει κανείς τις διαφορές. Μια άλλη παράμετρος είναι πως στην άμεση παρατήρηση τα άτομα μπορεί να αντιδράσουν με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι συνηθίζουν, αφού γνωρίζουν ότι είναι μπροστά σε έναν ερευνητή.
Μια νέα μελέτη, όμως, από το Πανεπιστήμιο Northeastern και τον καθηγητή David Lazer, που ερευνά τα κοινωνικά δίκτυα στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Πληροφορίας, χρησιμοποιεί μια διαφορετική προσέγγιση.
Χρησιμοποιώντας τα λεγόμενα «κοινωνιόμετρα» (sociometers), φορητές συσκευές περίπου στο μέγεθος των smartphones που συλλέγουν δεδομένα σε πραγματικό χρόνο για τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις του χρήστη, η ομάδα του Lazer ήταν σε θέση να δώσει έμφαση σε μια πιο ακριβή εικόνα του στερεότυπου της φλύαρης γυναίκας με το οποίο είμαστε εξοικειωμένοι και βρήκε ότι το «πλαίσιο» είναι αυτό που παίζει πολύ μεγάλο ρόλο.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Scientific Reports και αποτελεί μία από τις πρώτες επιστημονικές εργασίες που χρησιμοποίησε κοινωνιόμετρα για να αντιμετωπίσει αυτό το είδος της ερώτησης. Η ερευνητική ομάδα συνεργάστηκε στη μελέτη με ερευνητές του ΜΙΤ και του Χάρβαρντ.
Για τη μελέτη η ερευνητική ομάδα εφοδίασε μια ομάδα ανδρών και γυναικών με κοινωνιόμετρα και τους χώρισε σε δύο διαφορετικά γκρουπ για συνολικά 12 ώρες. Το πρώτο γκρουπ αποτελούνταν από υποψήφιους μάστερ που κλήθηκαν να συμπληρώσουν ένα μεμονωμένο έργο για το οποίο ήταν ελεύθεροι να συνομιλήσουν και να συνεργαστούν μέσα στο 12ωρο. Στο δεύτερο γκρουπ οι εργαζόμενοι σε ένα τηλεφωνικό κέντρο μιας μεγάλης αμερικανικής τράπεζας επενδύσεων φόρεσαν τα κοινωνιόμετρα κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού τους διαλείμματος, χωρίς καθορισμένο έργο.
Διαπιστώθηκε πως οι γυναίκες είχαν μόνο ελαφρώς περισσότερες πιθανότητες από τους άνδρες να συμμετάσχουν στις συνομιλίες στο μεσημεριανό διάλειμμα, τόσο από την άποψη των συνομιλιών μακράς όσο και βραχείας διάρκειας. Στο ακαδημαϊκό περιβάλλον, όπου οι συνομιλίες ενδέχεται να αφορούσαν την συνεργασία γύρω από το έργο οι γυναίκες ήταν πιο πιθανό να εμπλακούν σε μεγάλες συζητήσεις περισσότερο από τους άνδρες. Αυτό το αποτέλεσμα ίσχυε μεν και για τις μικρότερες συνομιλίες, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό. Τα ευρήματα αυτά περιορίστηκαν σε μικρές ομάδες ομιλητών. Οταν οι ομάδες αποτελούνταν από έξι ή περισσότερους συμμετέχοντες, τότε ήταν οι άνδρες που μιλούσαν περισσότερο.
«Σε ένα περιβάλλον συνεργασίας, βλέπουμε ότι οι γυναίκες επιλέγουν να εργαστούν από κοινού και όταν εργαζόμαστε από κοινού έχουμε την τάση να μιλάμε περισσότερο. Είναι λοιπόν πολύ συγκεκριμένο το σενάριο που οδηγεί σε συγκεκριμένες αλληλεπιδράσεις. Η πραγματικότητα εδώ είναι πως υπάρχει μια αλληλεπίδραση ανάμεσα στο πλαίσιο και τα δύο φύλα που δημιούργησε τη διαφορά», εξηγεί ο Lazer.