Μία νέα σήμανση στις ετικέτες των τροφίμων εν είδει φωτεινού σηματοδότη που στο εξωτερικό χρησιμοποιείται ήδη, θα μας επιτρέπει να γνωρίζουμε πόσο καλό ή επικίνδυνο είναι αυτό που αγοράζουμε.
Πρόκειται για ένα απλό έγχρωμο σύστημα σε πράσινο, κόκκινο και πορτοκαλί που θα επισημαίνει την προσοχή μας, ενθαρρύνοντας παράλληλα την αγορά πιο υγιεινών τροφίμων.
Στην τελευταία έκθεση της επιθεώρησης Προληπτικής Ιατρικής του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης, οι ερευνητές περιέγραψαν τις απαντήσεις των πελατών στις έρευνες που έγιναν πριν και μετά το 2010, για το συγκεκριμένο σύστημα που χρησιμοποιεί τα χρώματα του φαναριού οδικής κυκλοφορίας για να σηματοδοτήσει την διατροφική ποιότητα των τροφίμων.
«Αρκετές μικρές πειραματικές μελέτες έχουν δείξει πως οι ετικέτες “φωτεινού σηματοδότη” μπορούν να αποτελέσουν μια αποτελεσματική μέθοδο, για να οδηγηθούμε σε πιο υγιεινές επιλογές, αλλάζοντας την αγοραστική μας συμπεριφορά», εξηγεί η Lillian Sonnenberg, συγγραφέας της μελέτης.
Παρόλο που πολλά εστιατόρια και άλλοι χώροι εστίασης έχουν από καιρό συμπεριλάβει ετικέτες με στοιχεία για το θερμιδικό περιεχόμενο των τυποποιημένων στοιχείων τους και μάλιστα με πολλές λεπτομέρειες, όπως η περιεκτικότητα σε λιπαρά, χοληστερόλη και νάτριο (αλάτι), οι ερευνητές σημειώνουν πως η ερμηνεία αυτών των πληροφοριών απαιτεί κάποιες φορές γνώσεις και δεξιότητες που πολλοί άνθρωποι δεν διαθέτουν.
Αντίθετα, η φωτεινή σηματοδότηση με πράσινο χρώμα για τα πιο υγιή στοιχεία όπως φρούτα, λαχανικά, άπαχο κρέας, πορτοκαλί για λιγότερο υγιή και κόκκινο για εκείνα που έχουν ελάχιστη ή καμία θρεπτική αξία, είναι κατανοητή απ’ όλους και όπου εφαρμόστηκε ενθάρρυνε την αγορά πράσινων αντικειμένων και αποθάρρυνε αυτή των κόκκινων.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ρωτήθηκαν πριν από την εισαγωγή των ετικετών με το χρωματικό κώδικα αν είχαν παρατηρήσει οποιεσδήποτε διατροφικές πληροφορίες στην καφετέρια ή στις ετικέτες των τροφίμων που να επηρέασαν τις αγορές τους, πόσο συχνά παρατηρούν τις διατροφικές πληροφορίες πριν από την πραγματοποίηση επιλογής τροφίμων και πόσο συχνά «επιλέγουν τα τρόφιμα που είναι υγιή». Ακολούθως ρωτήθηκαν μετά την εισαγωγή του χρωματικού κώδικα αν είχαν παρατηρήσει τις ετικέτες και αν και κατά πόσο αυτές επηρέασαν τις αγορές τους.
Πριν ολοκληρωθεί η έρευνα, 204 άτομα άρχισαν να παρατηρούν τις ετικέτες, ενώ 243 το έκαναν τις επόμενες εβδομάδες. Ενώ το 46% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι η υγεία / διατροφή ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στις επιλογές τους κατά την έναρξη, το 61% το έκανε μετά την εισαγωγή του χρωματικού κώδικα. Το ποσοστό εκείνων που δήλωσαν ότι κοίταξαν τις διαθέσιμες διατροφικές πληροφορίες πριν από την αγορά από τη στιγμή που τοποθετήθηκε ο χρωματικός κώδικας αυξήθηκε κατά 15% έως 33%.
«Αν και τα αποτελέσματά μας δεν μπορούν να δώσουν συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με διατροφικές γνώσεις των πελατών, όλοι ανέφεραν πως η υγεία και η διατροφή ήταν σημαντικοί παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην απόφασή τους μόλις παρατήρησαν τις ετικέτες. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε πως τα σήματα αυτά φαίνεται πως είναι πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι οι μέχρι τώρα διαθέσιμες επισημάνσεις στις ετικέτες των συσκευασμένων προϊόντων», επισημαίνει η Sonnenberg.
Στα τρία χρώματα του διατροφικού σηματοδότη αναφέρονται η περιεκτικότητα λίπους, αλατιού, ζάχαρης, κορεσμένων λιπαρών και θερμίδων, δεδομένου ότι η παχυσαρκία τείνει να εξελιχθεί σε μάστιγα στον σύγχρονο ανεπτυγμένο κόσμο.
Στη Βρετανία είναι ήδη πολλές οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ που έχουν συμφωνήσει να χρησιμοποιήσουν τον χρωματικό κώδικα και μάλιστα η απόφασή τους έτυχε θερμής υποδοχής από καταναλωτές, ιατρική κοινότητα και ακτιβιστές.
Οσο για εκείνους που υποστηρίζουν πως μ’ αυτόν τον τρόπο διαχωρίζονται τα τρόφιμα σε καλά και κακά ή ακόμα και δαιμονοποιούνται κάποια είδη τροφών, υπάρχει ο αντίλογος πως ο κάθε καταναλωτής δικαιούται να γνωρίζει αν αυτό που αγοράζει με σκοπό να το καταναλώσει είναι υγιεινό ή όχι.