Πρόσφατη μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Cambridge, υποστήριζε πως τα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά γαλακτοκομικά προϊόντα που έχουν υποστεί ζύμωση μειώνουν τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2.
Προηγούμενη έρευνα έδειξε επίσης ότι το ασβέστιο, το μαγνήσιο ή συγκεκριμένα λιπαρά οξέα που υπάρχουν στα γαλακτοκομικά προϊόντα μπορούν επίσης να βοηθήσουν. Η νέα μελέτη υπογραμμίζει ιδιαίτερα τα οφέλη από την κατανάλωση γιαουρτιού και έρχεται να προστεθεί στα ήδη υπάρχοντα στοιχεία.
Η καινούρια μελέτη, η οποία διεξήχθη από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ, διαπιστώνει ότι η κατανάλωση μιας μερίδας γιαουρτιού (περίπου 28 γραμμάρια) σε καθημερινή βάση συνδέεται με 18% χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2. Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό BMC Medicine και αναφέρει ότι τα προβιοτικά και τα αντιοξειδωτικά που υπάρχουν στο γιαούρτι μπορεί να έχουν θετική επίδραση.
Ο διαβήτης τύπου 2 είναι μια χρόνια πάθηση που εμφανίζεται όταν το σώμα δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη ή όταν τα κύτταρα του σώματος αναπτύσσουν αντίσταση στην ινσουλίνη. Περίπου το 90% όλων των περιπτώσεων του διαβήτη παγκοσμίως είναι αυτού του τύπου. Η παχυσαρκία και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας είναι δύο από τις πιο κοινές αιτίες, αλλά και η γενετική προδιάθεση μπορεί επίσης να βάλει ένα άτομο σε κίνδυνο.
Σύμφωνα με τον ερευνητή Frank Hu «τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι το γιαούρτι μπορεί να ενσωματωθεί σε ένα πρότυπο υγιεινής διατροφής. Βρήκαμε ότι η υψηλότερη πρόσληψη γιαουρτιού συνδέεται με μειωμένο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, ενώ αντίθετα άλλες τροφές ή ακόμα και η κατανάλωση του συνόλου των γαλακτοκομικών προϊόντων δεν εμφανίζουν αυτή τη συσχέτιση».
Σε προηγούμενες έρευνες είχε παρατηρηθεί πως τα προβιοτικά βακτήρια που βρίσκονται στο γιαούρτι βελτιώνουν το προφίλ του λίπους και της αντιοξειδωτικής κατάστασης σε άτομα με διαβήτη τύπου 2 και οι ερευνητές υποστηρίζουν πως αυτό θα μπορούσε να προστατεύσει κατά του διαβήτη.
Το συμπέρασμα αυτό βασίζεται στα αποτελέσματα τριών προοπτικών μελετών κοόρτης (είδος μελέτης που χρησιμοποιείται στις επιστήμες Υγείας για να εξετάσει τη σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος) που ακολούθησε το ιατρικό ιστορικό και τις συνήθειες του τρόπου ζωής των επαγγελματιών υγείας. Στις μελέτες αυτές συμμετείχαν συνολικά 289.900 άτομα.
«Η μελέτη μας επωφελήθηκε από την ύπαρξη ενός τέτοιου μεγάλου μεγέθους δείγματος, που επανέλαβε την εκτίμηση των διατροφικών συνηθειών και του τρόπου ζωής», δήλωσε ο Chen Mu, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.