Η συμπεριφορά των κουνουπιών-φορέων ασθενειών που είναι απειλητικές για τον άνθρωπο, όπως η ελονοσία, μπορεί να αλλάξει προς το χειρότερο, ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής.
Η αναπόφευκτη επίδραση της κλιματικής αλλαγής τόσο σε ό,τι αφορά την ελονοσία, όσο και σε ό,τι αφορά άλλες ασθένειες που μεταδίδονται στον άνθρωπο ήταν το αντικείμενο μιας συλλογής εγγράφων-μελετών, που δημοσιεύονται στο περιοδικό Philosophical Transactions of the Royal Society B.
Ανάμεσα στις θεωρίες που αναφέρονται στα έγγραφα είναι και αυτή που υποστηρίζει πως η Ευρώπη θα μπορούσε σε ορίζοντα μερικών δεκαετιών από σήμερα να αποτελέσει έναν «πολύ κατάλληλο» τόπο μετάδοσης από τα κουνούπια ασθενειών όπως ο δάγκειος πυρετός.
«Η κλιματική αλλαγή αποτελεί μια δυνητικά σοβαρή απειλή για τη μελλοντική υγεία του ανθρώπου», λέει ο δρ Paul Parham, επιμελητής της ειδικής έκδοσης και ένας από τους πολυάριθμους συγγραφείς της.
Είναι προφανώς αδιαμφισβήτητο πως η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει πολλές αν όχι όλες τις ασθένειες που μεταδίδονται από φορείς. Οι εργασίες που δημοσιεύτηκαν εγείρουν ερωτήματα όχι μόνο για την έκταση των επιπτώσεων της αλλαγής του κλίματος, αλλά επίσης για τις επιπτώσεις άλλων παραγόντων, όπως είναι η ανταπόκριση της δημόσιας υγείας απέναντι στον κίνδυνο των λοιμώξεων.
Οι ασθένειες που μεταδίδονται από φορείς, όπως η ελονοσία και ο δάγκειος πυρετός, έχουν σήμερα τεράστιες επιπτώσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες και μπορούν να προκαλέσουν τη μόλυνση περίπου ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων και το θάνατο ενός εκατομμυρίου απ’ αυτούς κάθε χρόνο, λένε οι επιστήμονες.
«Παρά το γεγονός ότι η ελονοσία προκαλεί τη μεγαλύτερη παγκόσμια επιβάρυνση μεταξύ των νόσων που μεταδίδονται μέσω φορέων, άλλες ασθένειες όπως ο δάγκειος πυρετός, ο ιός του Δυτικού Νείλου και ο ιός Τσικουνγκούνια (Chikungunya) αναδύονται από το γεγονός της αναζωπύρωσής τους σε ορισμένες περιοχές, την αύξηση του επιπολασμού και την εξάπλωσή τους. Είναι επομένως σημαντικό να κατανοήσουμε ποιες είναι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σ’ αυτές τις ασθένειες. Η αξιολόγηση των κινδύνων και ο σχεδιασμός των παρεμβάσεων για τη δημόσια υγεία είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση αυτών των νοσημάτων στο ολοένα και μεταβαλλόμενο κλίμα», υποστηρίζει ο δρ Parham.
Ακολούθως οι συντάκτες έκαναν τις παρακάτω προβλέψεις για τον τρόπο που η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει την υγεία του πληθυσμού που πλήττεται από ασθένειες μεταδιδόμενες από κουνούπια – φορείς:
• Περίπου 2,4 δισεκατομμύρια άτομα σε μια έκταση περίπου 20 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα ενδεχομένως θα εκτεθούν στο ασιατικό κουνούπι-τίγρης, που είναι φορέας εγκεφαλίτιδας και δάγκειου πυρετού.
• Η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην επιβάρυνση της ελονοσίας μπορεί να είναι λιγότερο σημαντική, αν υπάρξουν αποτελεσματικές παρεμβάσεις εναντίον της.
• Υπάρχει μια «αναδυόμενη αίσθηση» ότι το κλίμα του πλανήτη θα συνεχίσει να προκαλεί αύξηση των ασθενειών που μεταδίδονται από το τσιμπούρι στη Βόρεια Αμερική και την Ευρασία.
• Oι προσομοιώσεις προβλέπουν ότι τόσο το παράσιτο νηματώδες σκουλήκι όσο και η μαύρη μύγα είναι πιθανό να αυξηθούν με την κλιματική αλλαγή, που σημαίνει ότι θα είναι πιο σοβαρές οι συνέπειες για τροπικές νόσους που είναι σήμερα «παραμελημένες», όπως η ονυχοκερκίαση.
• Η κλιματική αλλαγή μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στην υγεία των πληθυσμών της Βενεζουέλας και της Αργεντινής, από την άποψη της μείωσης των ετήσιων κρουσμάτων της νόσου του Chagas ή της αμερικανικής τρυπανοσωμίασης(ασθένεια που μεταδίδεται από το τσίμπημα της μύγας τσε-τσε).
• Τα κουνούπια που είναι προσαρμοσμένα στο κρύο, θα μπορούσαν να εξελιχθούν «πολύ γρήγορα» ως απόκριση στις υψηλότερες θερμοκρασίες.
• Η κλιματική αλλαγή μπορεί να έχει επίδραση στις κροτωνογενείς νόσους, διατηρώντας ή αυξάνοντας τη μετάδοση βακτηρίων που προκαλούν τη νόσο του Lyme, αλλά παράλληλα να αναστείλουν την μετάδοση ορισμένων ιών.
• Οι πρόσφατες κλιματικές αλλαγές, ιδιαίτερα η αύξηση της θερμοκρασίας και οι διακυμάνσεις στα πρότυπα των βροχοπτώσεων, συνέβαλαν στην εξάπλωση και τη διατήρηση του ιού του Δυτικού Νείλου σε διάφορες περιοχές της Νότιας Ευρώπης, της Δυτικής Ασίας, της Ανατολικής Μεσογείου, στα λιβάδια του Καναδά και σε τμήματα των ΗΠΑ και της Αυστραλίας.
• Η διασταύρωση των ειδών των κουνουπιών έχει οδηγήσει σε ένα «σούπερ κουνούπι» που έχει εμφανιστεί στο Μάλι, σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Παράλληλα, μελέτες που δημοσιεύτηκαν τον περασμένο Ιανουάριο, από αλλους ερευνητές στην Καλιφόρνια, αναφέρουν πως η οσμή μας δεν είναι αρκετά αξιόπιστη για να οδηγήσει τα κουνούπια να μας δαγκώσουν. Αυτό που εκπνέουμε, αντίθετα, είναι που καθοδηγεί τα κουνούπια για να μας τσιμπήσουν.