Μπορεί η παχυσαρκία να είναι θέμα γεύσης;

Οι άνθρωποι που δεν μπορούν να εντοπίσουν το λίπος στα τρόφιμα που καταναλώνουν είναι πιο πιθανό να τρώνε περισσότερο από το κανονικό και γι’ αυτό να είναι παχύσαρκοι, υποστηρίζει νέα μελέτη.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν πως ο άνθρωπος έχει ανάγκη να εντοπίσει το λίπος στα τρόφιμα ώστε να αισθανθεί χορτάτος και να σταματήσει να τρώει. Αν λοιπόν κάποιος δεν μπορεί να το εντοπίσει γρήγορα, θα συνεχίσει να τρώει και έτσι θα αυξήσει το σωματικό του βάρος.
Επομένως, το κλειδί για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας θα μπορούσε να είναι η μεγαλύτερη ευαισθησία των ανθρώπων στη γεύση του λίπους, υποστηρίζουν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Deakin στη Μελβούρνη της Αυστραλίας.
Η μελέτη έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά μελετών που συνδέουν την γεύση του λίπους με την παχυσαρκία, καθιστώντας το λίπος ως ένα ζωτικό παράγοντα για την αίσθηση του κορεσμού.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως οι άνθρωποι που δεν μπορούν να εντοπίσουν το λίπος στην τροφή τους τρώνε πολύ περισσότερο στο μεσημεριανό γεύμα μετά από ένα πλούσιο σε λιπαρά πρωινό, συγκριτικά με εκείνους που μπορούν να γευθούν το λίπος.
«Τα αποτελέσματα δείχνουν πως η ικανότητα να γευτεί κάποιος το λίπος συνδέεται με την αίσθηση κορεσμού που παρουσιάζει χάρη στο λίπος. Αν δεν γευθεί το λίπος και δεν αισθανθεί την πληρότητα που αισθάνεται κάποιος από την κατανάλωση λιπαρών τροφών, είναι πιο πιθανό να πεινάει και να καταναλώνει περισσότερο φαγητό, ιδιαίτερα αν έχει προηγηθεί ένα λιπαρό γεύμα. Και όπως όλοι γνωρίζουμε η υπερβολική κατανάλωση τροφής ιδιαίτερα από λιπαρά τρόφιμα, σχετίζεται με ανθρώπους που είναι είτε υπέρβαροι, είτε παχύσαρκοι», λέει ο καθηγητής Russell Keast, ερευνητής στην αισθητική επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Deakin.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης ελέγχθηκε η ευαισθησία των συμμετεχόντων στην γεύση του λίπους. Οι συμμετέχοντες για τέσσερις ξεχωριστές ημέρες, έτρωγαν ένα πρωινό υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, πλούσιο σε υδατάνθρακες και υψηλό σε πρωτεΐνες. Στη συνέχεια, τούς παρείχαν ένα γεύμα σε μπουφέ, όπου έτρωγαν μια ποικιλία τροφών μέχρι να χορτάσουν εντελώς.
Τόσο η πείνα, όσο και ο κορεσμός των συμμετεχόντων καταγράφηκαν μαζί με την ποσότητα των θερμίδων που κατανάλωσαν.
Τα πορίσματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Appetite και σύμφωνα με αυτά: «Καθίσταται σαφές πως η ικανότητά μας να γευτούμε το λίπος είναι ένας παράγοντας για την ανάπτυξη της παχυσαρκίας. Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι έχουν ένα όριο γεύσης για το λίπος. Μερικοί έχουν υψηλή ευαισθησία στη γεύση και είναι πιθανό να τρώνε λιγότερο λιπαρά τρόφιμα, ενώ άλλοι είναι λιγότερο ευαίσθητοι και δεν μπορούν να γευθούν το λίπος, με αποτέλεσμα να τρώνε περισσότερα λιπαρά τρόφιμα μέχρι να χορτάσουν. Γνωρίζουμε τώρα ότι η έλλειψη ευαισθησίας στο λίπος μειώνει τη γεύση και την ικανότητα του σώματος να καταχωρίσει τα φυσιολογικά μηνύματα πληρότητας που προέρχονται κανονικά από την κατανάλωση λιπαρών τροφών. Αποδεικνύεται κατά συνέπεια πως η αύξηση στην ευαισθησία της γεύσης στο λίπος σ’ αυτούς που δεν είναι ευαίσθητοι είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης του αυξανόμενου προβλήματος της παχυσαρκίας».
Η έρευνα βασίζεται σε προηγούμενες εργασίες του καθηγητή Keast, σύμφωνα με τις οποίες το λίπος είναι μέρος του φάσματος της γεύσης της γλώσσας, μαζί με τα γλυκό, τα αλμυρό, το ξινό, το πικρό και το umami (μία από τις 5 βασικές γεύσεις, που ανακαλύφθηκε από τον Ιάπωνα καθηγητή Κικουνάε Ικέντα και είναι η αίσθηση που νοιώθει κάποιος όταν βρίσκει το φαγητό του υπέροχο).