Η αλλαγή του κλίματος μπορεί να προκαλέσει πλημμύρες, τυφώνες, ξηρασίες και αντίξοες καιρικές συνθήκες. Ολη αυτή η συσσώρευση του διοξειδίου του άνθρακα θα έχει αντίκτυπο και στη διατροφή μας.
Μπορεί τα δημητριακά, όπως το καλαμπόκι, το σιτάρι και το ρύζι να μεγαλώνουν γρηγορότερα και να γίνονται ακόμα ψηλότερα, ωστόσο θα μεταφέρουν λιγότερα από τα θρεπτικά συστατικά που είναι απαραίτητα στον άνθρωπο, όπως ο ψευδάργυρος και ο σίδηρος.
Ετσι, ακόμα κι αν οι άνθρωποι θα έχουν περισσότερη τροφή για να φάνε, ο υποσιτισμός στις φτωχότερες περιοχές του κόσμου θα χειροτερέψει κι άλλο, όπως ανέφεραν οι εμπειρογνώμονες στη μελέτη που δημοσίευσαν στο περιοδικό Nature.
«Αυτή η μελέτη είναι η πρώτη που επιχειρεί να επιλύσει το ζήτημα του κατά πόσον η αύξηση των συγκεντρώσεων του διοξειδίου του άνθρακα, που αυξάνεται σταθερά από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, απειλεί την ανθρώπινη διατροφή», αναφέρει ο Samuel Myers της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ που είναι επικεφαλής της μελέτης.
«Οι επιπτώσεις της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής στην δημόσια υγεία είναι δύσκολο να προβλεφθούν και περιμένουμε πολλές εκπλήξεις. Η διαπίστωση ότι η αύξηση του ατμοσφαιρικού διοξειδίου του άνθρακα μειώνει την θρεπτική αξία ορισμένων καλλιεργειών τροφίμων είναι μια τέτοια έκπληξη», λέει ο Myers.
O OΗΕ εκτιμά ότι 2 με 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι (όλος ο πληθυσμός της Γης είναι 7,2 δισεκατομμύρια) εξαρτώνται από τις ευπαθείς καλλιέργειες και για τους περισσότερους απ’ αυτούς ο σίδηρος και ο ψευδάργυρος είναι ήδη ανεπαρκείς. «Η μείωση της περιεκτικότητας αυτών των καλλιεργειών σε σίδηρο και ψευδάργυρο θα αυξήσει τον κίνδυνο ελλείψεων και θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο αυτούς τους πληθυσμούς», σημειώνουν οι ερευνητές.
Η σιδηροπενική αναιμία επηρεάζει την ανάπτυξη των παιδιών και μπορεί να προκαλέσει κόπωση και μαθησιακά προβλήματα. Ο σίδηρος και ο ψευδάργυρος είναι επίσης σημαντικά μέταλλα για το ανοσοποιητικό σύστημα και οι άνθρωποι που έχουν ανεπάρκεια είναι πιο ευάλωτοι στις μολύνσεις.
Ο Myers και οι συνεργάτες του συγκέντρωσαν όλες τις έρευνες που θα μπορούσαν να βρουν για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις καλλιέργειες τροφίμων και παρόλο που κάθε μελέτη ξεχωριστά δεν μπορούσε να προσφέρει μια σαφή απάντηση, όλες μαζί έριξαν φως στο πρόβλημα.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η αύξηση του επιπέδου του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα επηρεάζει το καλαμπόκι, το ρύζι, το σιτάρι και τα όσπρια. Στα επίπεδα που προβλέπεται πως θα είναι το διοξείδιο του άνθρακα το 2050, το σιτάρι θα έχει χάσει περισσότερο από το 9% του περιεχομένου του σε ψευδάργυρο, 5% σε σίδηρο και 6% σε πρωτεΐνες.
Γιατί θα συμβεί αυτό; Επειδή το διοξείδιο του άνθρακα κάνει πολλά φυτά να μεγαλώνουν πιο γρήγορα. Πολλά από τα σάκχαρα και τα άμυλα συσσωρεύονται στα φύλλα. Και καθώς τα φυτά μπαίνουν στο στάδιο της αναπαραγωγής, αυτοί οι επιπλέον υδατάνθρακες μεταφέρονται στους κόκκους. Τα φυτά και οι βλαστοί μεγαλώνουν αλλά οι ρίζες δεν μπορούν να πάρουν αρκετό σίδηρο, ψευδάργυρο ή άζωτο για να ενισχύσουν τα επίπεδα της πρωτεΐνης. Ετσι, παρά το γεγονός ότι ο σπόρος θα είναι υψηλότερος σε θερμίδες, θα είναι λιγότερο θρεπτικός. Ετσι, οι άνθρωποι θα πρέπει να τρώνε περισσότερα κιλά καλαμπόκι ή ρύζι για να πάρουν το ισοδύναμο των πρωτεϊνών, του σιδήρου και του ψευδαργύρου στη διατροφή τους», λέει ο David Wolfe καθηγητής Οικολογίας του Εδάφους στο Πανεπιστήμιο Cornell.
Αν λοιπόν κάποιος δεν έχει τη δυνατότητα να καταναλώσει τις απαιτούμενες ποσότητες για να πάρει τα συγκεκριμένα θρεπτικά συστατικά τότε θα κινδυνεύσει με υποσιτισμό. Αν πάλι την έχει, θα κινδυνεύει με όλες τις ασθένειες που συνοδεύουν την «αφθονία» και την υπερκατανάλωση τροφής, όπως ο διαβήτης, οι καρδιακές νόσοι και η παχυσαρκία.
Τα καλά νέα είναι ότι μπορούν να αναπτυχθούν νέες ποικιλίες καλλιεργειών που επωφελούνται από υψηλότερα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα. Για παράδειγμα διάφορα στελέχη του ρυζιού παρέχουν διαφορετικά επίπεδα ψευδαργύρου και σιδήρου.
«Στις αναπτυσσόμενες χώρες οι περισσότεροι αγρότες δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά την διαδικασία του λιπάσματος. Ωστόσο, η παροχή νέων στελεχών των καλλιεργειών που “τραβούν” περισσότερα θρεπτικά συστατικά από το έδαφος μπορεί να είναι μια προσέγγιση που θα μπορούσε να καταπολεμήσει το πρόβλημα», συμπληρώνει.
Αν, πάντως, το πρόβλημα δεν καταφέρει να επιλυθεί, οι προοπτικές για μεγάλο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού θα είναι ζοφερές.