Για τον περισσότερο κόσμο η φράση «παγωτό» φέρνει στο μυαλό καλοκαίρι, κώνους με δροσερές μισολιωμένες μπάλες, γεύσεις φράουλας, μπανάνας, κάστανου, βανίλιας και σοκολάτας.
Το παγωτό είναι η απόλυτη αμαρτία. Είναι επιδόρπιο, είναι σνακ είναι παντού και πάντα.
Η ιστορία του είναι αντάξια της φήμης του. Είναι κοσμοπολίτικο και εκτείνεται σε όλο τον κόσμο. Στην Ινδία το λένε kulfi. Στην Ιταλία gelato. Στην Ιαπωνία mochi. Κάθε χώρα έχει το δικό της όνομα, τις δικές της ξεχωριστές γεύσεις για το παγωμένο αυτό γλύκισμα που ξετρελαίνει και δροσίζει μικρούς και μεγάλους.
Υπάρχουν διάφοροι μύθοι σχετικά με την προέλευση του παγωτού. Κάποιοι λένε πως ο Μάρκο Πόλο το έφερε πίσω από τα ταξίδια του στην Απω Ανατολή. Κάποιοι άλλοι πως η Αικατερίνη των Μεδίκων το εισήγαγε στη Γαλλία, όταν εγκαταστάθηκε στη χώρα μετά το γάμο της με τον βασιλιά Ερρίκο τον Β’.
Στην πραγματικότητα, όμως, το παγωτό έχει μια πολύ πιο αρχαία ιστορία. Η παλαιότερη μορφή του, βέβαια, πολύ λίγη σχέση έχει με το παγωτό που τρώμε σήμερα. Αποσπάσματα της Βίβλου αναφέρουν πως ο Βασιλιάς Σολομώντας απολάμβανε κατεψυγμένα ποτά κατά τη διάρκεια της περιόδου της συγκομιδής. Στην αρχαία Ελλάδα ο Μέγας Αλέξανδρος αγαπούσε τα παγωμένα ποτά που ήταν αρωματισμένα με μέλι. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Νέρωνας, ζητούσε να συλλέξουν πάγο από τα κοντινά βουνά και έφτιαχνε σπίτια με πάγο, βαθιά κοιλώματα που κάλυπτε με άχυρο και μέσα σ’ αυτά διατηρούσε τρόφιμα και ποτά παγωμένα. Αυτή η πρακτική, μάλιστα, διατήρησης του πάγου, ακολουθήθηκε και τους επόμενους αιώνες.
Οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Τανγκ (618-907 μ.Χ.) πιστεύεται πως ήταν οι πρώτοι που έφαγαν παγωτό όπως το εννοούμε σήμερα, έστω και σε μια πρωτόγονη μορφή. Αυτή η πρωτόγονη έκδοση παρασκευάστηκε από αγελαδινό, κατσικίσιο ή βουβαλίσιο γάλα, που ζεστάθηκε με αλεύρι. Η καμφορά, μια αρωματική ουσία που συλλέγεται από αειθαλή δένδρα, προστέθηκε για να ενισχύει την υφή και τη γεύση. Το μείγμα στη συνέχεια τοποθετήθηκε σε μεταλλικούς σωλήνες και τοποθετήθηκε στον πάγο για να παγώσει. Η διαδικασία αυτή είναι παρόμοια με αυτή που πάγωναν οι Ινδοί το kulfi.
Στη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι Αραβες έπιναν ένα παγωμένο αναψυκτικό, το sharabt, ή σερμπέτι. Αυτό το δροσερό ποτό συχνά ήταν αρωματισμένο με κεράσι, ρόδι ή κυδώνι. Με την πάροδο του χρόνου τα ποτά έγιναν δημοφιλή στην ευρωπαϊκή αριστοκρατία. Οι Ιταλοί τελειοποίησαν την τεχνική του ροφήματος με τους Γάλλους να ακολουθούν λίγο αργότερα.
Ο 17ος αιώνας είδε τα παγωμένα ποτά να γίνονται κατεψυγμένα επιδόρπια. Με την προσθήκη ζάχαρης δημιουργήθηκε το sorbetto, ή όπως είναι πιο γνωστό, το σορμπέ. Ο Aντόνιο Λατίνι (1642-1692), ένας άνδρας που εργαζόταν στο ισπανικό προξενείο στη Νάπολι, πιστώνεται την υπογραφή της πρώτης συνταγής για sorbetto. Είναι επίσης υπεύθυνος για τη δημιουργία ενός sorbet με βάση το γάλα, το οποίο οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν γαστρονομικά ως το πρώτο επίσημο παγωτό.
Το 1686, ένας Σικελός, ο Francesco Procopio dei Coltelli, άνοιξε το πρώτο καφενείο του Παρισιού που πουλούσε gelato, την ιταλική έκδοση του σορμπέ, στο γαλλικό κοινό. Το σέρβιρε σε μικρά μπολ από πορσελάνη που έμοιαζαν με αυγοθήκες. Στο μαγαζί του σύχναζαν διανούμενοι όπως ο Βίκτορ Ουγκό, ο Ναπολέων και ο Βενιαμίν Φραγκλίνος. Ο Procopio έμεινε γνωστός στην ιστορία ως ο «πατέρας του ιταλικού gelato».
Περίπου την ίδια εποχή, η Γαλλία άρχισε να πειραματίζεται επίσης με το παγωμένο επιδόρπιο που ονομάστηκε fromage (τυρί) και έμοιαζε με τάρτα τυριού. Ο Γάλλος ζαχαροπλάστης Nicolas Audiger, στο βιβλίο του «La maison reglée», περιγράφει διάφορες συνταγές fromage φτιαγμένου από παγωτά αρωματισμένα με φρούτα. Μια πρώιμη συνταγή περιλαμβάνει την κρέμα γάλακτος, τη ζάχαρη και χυμό πορτοκαλιού. Ο Audiger προτείνει, επίσης, το ανακάτεμα του παγωτού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατάψυξης για την εισαγωγή του αέρα που θα δημιουργήσει μια πιο αφράτη υφή. Παρά το όνομά του γλυκού, δεν έγινε σε καμία περίπτωση από τυρί. Δεν είναι ξεκάθαρο γιατί ονομάστηκε έτσι. Ισως η λέξη να αναφέρεται σε καλούπια τυριού που χρησιμοποιήθηκαν για να παγώσει το παγωτό ή απλά μπορεί να ήταν ένας γαλλικός όρος για να δηλώσει κάτι βρώσιμο που συμπιέζεται και είναι χυτό. Οποιος κι αν είναι ο λόγος, το παγωμένο fromage έγινε πολύ δημοφιλές στη Γαλλία το 18ο αιώνα.
Είναι άγνωστο πότε ακριβώς το παγωτό έφτασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αλλά θεωρείται πιθανό πως έφτασε στην Αμερική μαζί με τους Ευρωπαίους αποίκους στις αρχές της δεκαετίας του 1700. Μέχρι τότε υπήρχαν ήδη αρκετά βιβλία με συνταγές ζαχαροπλαστικής και παγωτών. Οι νοικοκυρές το αγκάλιασαν αμέσως και άρχισαν να φτιάχνουν σπιτικά παγωτά σε σχήματα λαχανικών, φρούτων και ζώων, χάρη στα ειδικά καλούπια παγωτού που κυκλοφόρησαν.
Το 1790 άνοιξε η πρώτη τζελατερία στη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του ίδιου έτους ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Ουάσινγκτον λέγεται ότι ξόδεψε 200 δολάρια, αρκετά μεγάλο ποσό για την τότε εποχή για να ικανοποιήσει τη λαχτάρα του για παγωτό. Ο Τόμας Τζέφερσον, επίσης, διατήρησε στο σπίτι του αρκετά κομμάτια πάγο για να κρατάει παγωμένα τα παγωτά του, ενώ ακόμα και ο Αβραάμ Λίνκολν έτρεφε αγάπη για το παγωτό, με την σύζυγό του Μαίρη Τοντ να αποθηκεύει κομμάτια φράουλας για τους φίλους τους, ώστε να συνοδεύει μ’ αυτές τις τούρτες παγωτό που έφτιαχνε.
Το αγαπημένο παγωτό παραμένει μέχρι σήμερα το πιο δημοφιλές επιδόρπιο ανά τον κόσμο με τις γεύσεις, τους συνδυασμούς και τα χρώματά του να παραμένουν ανεξάντλητα.