Ο αριθμός των υπέρβαρων και παχύσαρκων ενηλίκων στον αναπτυσσόμενο κόσμο έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί, φτάνοντας περίπου το ένα δισεκατομμύριο, από το 1980, σύμφωνα με βρετανική έκθεση.
Το Ινστιτούτο Υπερπόντιας Ανάπτυξης (Overseas Development Institute) υποστηρίζει πως ένας στους τρεις ανθρώπους στον κόσμο είναι σήμερα υπέρβαροι και προτρέπει τις κυβερνήσεις να κάνουν περισσότερα στον τομέα της δίαιτας και της διατροφής.
Η έκθεση προβλέπει μια «τεράστια αύξηση» σε καρδιακές προσβολές, εγκεφαλικά επεισόδια και διαβήτη. Σε παγκόσμιο επίπεδο το ποσοστό των ενηλίκων που ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι (χαρακτηρίζονται έτσι όσοι έχουν δείκτη μάζας σώματος μεγαλύτερο από 25) αυξήθηκε από 23% σε 34% ανάμεσα στο 1980 και το 2008.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης παρατηρήθηκε στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ιδίως σε χώρες όπου τα εισοδήματα αυξάνονταν, όπως η Αίγυπτος και το Μεξικό.
Το Ινστιτούτο υποστηρίζει πως αυτό οφείλεται στην αλλαγή διατροφής και στη μετατόπιση από την κατανάλωση των δημητριακών και σπόρων στην κατανάλωση περισσότερων λιπαρών, ζάχαρης, ελαίων και ζωικών προϊόντων.
Ενα σύνολο περίπου 904 εκατομμυρίων ανθρώπων, στις αναπτυσσόμενες χώρες έχουν πλέον χαρακτηριστεί ως υπέρβαροι ή και παχύσαρκοι, με δείκτη μάζας σώματος πάνω από 25, έναντι 250 εκατομμυρίων ανθρώπων το 1980.
Αυτό συγκρίνεται με τα 557 εκατομμύρια ανθρώπων σε χώρες υψηλού εισοδήματος, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως κατά την ίδια περίοδο, ο παγκόσμιος πληθυσμός σχεδόν διπλασιάστηκε.
Ποσοστό υπέρβαρων και παχύσαρκων ενηλίκων
με ΔΜΣ μεγαλύτερο από 25, ανά περιοχή
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, ο υποσιτισμός εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ακόμα σαν πρόβλημα για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ιδιαίτερα όσον αφορά τα παιδιά.
Χρησιμοποιώντας στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Population Health Metrics τον περασμένο χρόνο, οι ερευνητές εξέτασαν την αλλαγή των ποσοστών υπέρβαρων και παχύσαρκων σε όλες τις περιοχές του κόσμου και σε κάθε χώρα ξεχωριστά.
Οι περιοχές της Βόρειας Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Λατινικής Αμερικής, παρουσίασαν μεγάλες αυξήσεις των υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων σε επίπεδο που ήταν περίπου ίδιο με αυτό της Ευρώπης, γύρω στο 58%.
Στο μεταξύ, ενώ η Βόρεια Αμερική εξακολουθεί να έχει το υψηλότερο ποσοστό των υπέρβαρων ενηλίκων με ποσοστό 70%, περιοχές όπως η Αυστραλία και η νότια Λατινική Αμερική δεν είναι πια πολύ πίσω, αφού το ποσοστό τους έφτασε το 63%.
Διατροφή που συνδέεται με το εισόδημα
Η μεγαλύτερη αύξηση σε υπέρβαρα άτομα εμφανίστηκε στη Νοτιοανατολική Ασία, όπου το ποσοστό τριπλασιάστηκε από ένα χαμηλότερο σημείο εκκίνησης του 7% έως 22%.
Μεταξύ των επιμέρους χωρών, η έκθεση διαπίστωσε ότι το ποσοστό των υπέρβαρων και παχύσαρκων έχει σχεδόν διπλασιαστεί στην Κίνα και το Μεξικό και έχει αυξηθεί κατά ένα τρίτο στη Νότια Αφρική από το 1980. Πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής έχουν, επίσης, ένα υψηλό ποσοστό των υπέρβαρων ενηλίκων.
Ενας από τους συντάκτες της έκθεσης, ο Steve Wiggins, είπε ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτή την αύξηση: «Οι άνθρωποι με υψηλότερα εισοδήματα έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν το είδος των τροφίμων που επιθυμούν. Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής, η αύξηση της διαθεσιμότητας των επεξεργασμένων τροφίμων, η διαφήμιση, η επιρροή των μέσων ενημέρωσης … όλα αυτά μαζί οδήγησαν σε διατροφικές αλλαγές», τόνισε.
Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στις αναδυόμενες οικονομίες, όπου μια μεγάλη μεσαία τάξη ανθρώπων με την αύξηση των εισοδημάτων συγκεντρώθηκε στα αστικά κέντρα και δεν ασκείται πολύ.
Ποσοστό υπέρβαρων και παχύσαρκων ενηλίκων
με ΔΜΣ μεγαλύτερο από 25 ανά χώρα
Το αποτέλεσμα είναι μια «έκρηξη της παχυσαρκίας τα τελευταία 30 χρόνια» που θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες για την υγεία.
Κι αυτό γιατί η κατανάλωση λίπους, αλατιού και ζάχαρης αυξήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο σύμφωνα με τα Ηνωμένα Εθνη και συνιστά έναν σημαντικό παράγοντα για την καρδιαγγειακή νόσο, τον διαβήτη και ορισμένες μορφές καρκίνου.
Οι «τοπ» καταναλωτές ζάχαρης στον κόσμο είναι οι ΗΠΑ, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Νέα Ζηλανδία, η Κόστα Ρίκα και το Μεξικό.
Η έκθεση αναφέρει το παράδειγμα της Νότιας Κορέας, όπου οι προσπάθειες να διατηρηθεί η παραδοσιακή διατροφή της χώρας έχουν οδηγήσει σε δημόσιες εκστρατείες και μεγάλης κλίμακας εκπαίδευση των γυναικών για την προετοιμασία υγιεινού φαγητού.
Είναι γεγονός ότι η αστικοποίηση έχει αλλάξει τις διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων και τούς έχει οδηγήσει μακριά από την παραδοσιακή, υγιεινή διατροφή. Ομως, σε κάποια μέρη η παχυσαρκία με τον υποσιτισμό συνυπάρχουν δίπλα δίπλα, καμιά φορά ακόμα και μέσα στο ίδιο νοικοκυριό.
Γι’ αυτό πρέπει οι κυβερνήσεις να δράσουν και να ασχοληθούν τόσο με τα εκατομμύρια περιπτώσεις ακραίας πείνας και υποσιτισμού στα παιδιά, όσο και με τις επιπλέον θερμίδες και την υπερβολική κατανάλωση στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ως αποτέλεσμα της αστικοποίησης ή της αύξησης των εισοδημάτων.
«Χρειάζονται στοχευμένες πολιτικές από πλευράς κρατών, ενώ ρόλο οφείλουν να διαδραματίσουν τόσο η βιομηχανία, όσο και οι επαγγελματίες υγείας, που οφείλουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να βελτιώσουν την διατροφή τους και τον τρόπο ζωής τους», καταλήγει η έκθεση.
Διαβάστε επίσης: