Ποια είναι η σχέση μεταξύ ηπατίτιδας C και HIV

Υπάρχουν πολυάριθμες διασυνδέσεις μεταξύ της ηπατίτιδας C και του HIV (ιός ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας), αλλά οι διακρίσεις μεταξύ των ιών, θα πρέπει επίσης να γίνουν κατανοητές.
Πρόκειται για δύο ξεχωριστούς ιούς. Η ηπατίτιδα C προσβάλλει κυρίως το συκώτι και ο ιός HIV μπορεί να έχει μια συστημική επίδραση. Σε ορισμένους πληθυσμούς, όπως μεταξύ των χρηστών ενδοφλέβιων ναρκωτικών ή τους ανθρώπους με ασθένειες του αίματος, που απαιτούν συχνά προϊόντα αίματος, οι δύο ιοί μπορεί να συμβαίνουν ταυτόχρονα.
Σε άλλους πληθυσμούς, όπως σε αυτούς με λοίμωξη HIV, οι άνδρες που προσβλήθηκαν από τον ιό HIV μέσω ομοφυλοφιλικής σεξουαλικής δραστηριότητας, έχουν περίπου τον ίδιο κίνδυνος ηπατίτιδας C με τους ετεροφυλόφιλους άνδρες με τον ιό. Μια άλλη σημαντική σύνδεση περιλαμβάνει ό,τι συμβαίνει όταν οι δύο ιοί είναι ταυτόχρονοι.
Η μεγαλύτερη σύνδεση μεταξύ της ηπατίτιδας C και του HIV παρατηρείται μεταξύ των ανθρώπων που χρησιμοποιούν ενδοφλέβια παράνομα ναρκωτικά. Στην ομάδα αυτή, υπάρχει μια πιθανότητα τουλάχιστον 50%, που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να ξεπεράσει ακόμα και το 90% οι άνθρωποι που έχουν μολυνθεί με τον έναν ιό να έχουν μολυνθεί επίσης και με τον άλλο. Αυτό οφείλεται κυρίως στον τρόπο που οι δύο ιοί μπορούν εύκολα να εξαπλωθούν εξαιτίας και της ανεύθυνης συμπεριφοράς εκείνων που χρησιμοποιούν ενδοφλέβια ναρκωτικά. Και οι δύο ιοί μπορούν να εξαπλωθούν μέσω της άμεσης επαφής με το μολυσμένο αίμα κάποιου άλλου και όταν χρησιμοποιούνται κοινές σύριγγες, πρακτική πολύ συνηθισμένη ανάμεσα στους χρήστες ναρκωτικών, η πιθανότητα απόκτησης και των δύο ιών γίνεται εξαιρετικά υψηλή. Η χρησιμοποίηση ξεχωριστής σύριγγας μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του κινδύνου, ωστόσο οι άνθρωποι που είχαν μοιραστεί στο παρελθόν τις ίδιες βελόνες καλούνται να κάνουν εξετάσεις τόσο για ηπατίτιδα C όσο και για τον ιό HIV.
Αν και η ανδρική ομοφυλοφιλική σεξουαλική δραστηριότητα αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για τον ιό HIV δεν αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για ηπατίτιδα C. Υπάρχει κάποιος κίνδυνος και περίπου το 3%-5% των ανθρώπων μπορούν να προσβληθούν από ηπατίτιδα C από ομοφυλοφιλική ή ετεροφυλοφιλική σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις. Σε γενικές γραμμές, όμως, ο μεγαλύτερος κίνδυνος μετάδοσης της ηπατίτιδας C προέρχεται από την άμεση επαφή με μολυσμένο αίμα ή τα προϊόντα που κατασκευάζονται από αυτό το αίμα.
Οι διαφορές στο πώς η ηπατίτιδα C και ο HIV σχετίζονται, υποδηλώνουν πως οι προσπάθειες για την πρόληψη της ηπατίτιδας C θα πρέπει να απευθύνονται κυρίως σε άτομα που χρησιμοποιούν ενδοφλέβια ναρκωτικά. Οι προσπάθειες για την πρόληψη του HIV σε αυτόν τον πληθυσμό είναι επίσης απαραίτητη. Για τον HIV η παρέμβαση και η εκπαίδευση θα πρέπει να εξακολουθούν να επικεντρώνονται στην έμφαση που πρέπει να δοθεί στο να χρησιμοποιούνται ασφαλέστερες σεξουαλικές πρακτικές τόσο για τους ομοφυλόφιλους όσο και για τους ετεροφυλόφιλους.
Η προσπάθεια πρόληψης τόσο της ηπατίτιδας C, όσο και του HIV είναι άκρως απαραίτητες, δεδομένου ότι και οι δύο ιοί μπορούν να δημιουργήσουν επιπλοκές σε ό,τι αφορά τη θεραπεία τους, ενώ παρεμβαίνουν ακόμα πιο σοβαρά στην υγεία. Οι άνθρωποι με τον ιό HIV είναι πιο ευάλωτοι στις αρνητικές επιπτώσεις της ηπατίτιδας C. Είναι πιθανό να έχουν μεγαλύτερη βλάβη του ήπατος και ουλές νωρίτερα. Κατά συνέπεια οι εισαγωγές και οι θάνατοι από την ηπατίτιδα C είναι υψηλότεροι στον πληθυσμό του ιού HIV. Η ηπατίτιδα C μπορεί να μην προκαλεί το AIDS (αν και το συγκεκριμένο θέμα είναι συζητήσιμο), αλλά μπορεί να προκαλέσει το θάνατο, πριν εκδηλωθεί το AIDS.
Οι άνθρωποι με ηπατίτιδα C θέτουν σε κίνδυνο τους μη μολυσμένους με τον ιό HIV συντρόφους τους. Είναι σημαντικό να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανές επαφές με μολυσμένο αίμα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξουν ασφαλέστερες σεξουαλικές πρακτικές και να αποφευχθεί η κοινή χρήση πραγμάτων όπως βελόνες, ξυραφάκια, οδοντόβουρτσες και γενικά αντικείμενα που ενδέχεται να περιέχουν ίχνη μολυσμένου αίματος.