Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν το pH των ούρων

Τα ούρα, όπως και άλλα σωματικά υγρά, μπορούν να είναι είτε όξινα είτε αλκαλικά. Οι όξινες ουσίες έχουν pH μικρότερο από 7 και οι αλκαλικές ουσίες έχουν υψηλότερο.

Τα ούρα είναι συνήθως ελαφρώς όξινα, με pH περίπου 6, αν και μπορεί να κυμαίνεται από 4,5 έως 8. Οι αλλαγές pH στα ούρα εξαρτώνται από τη διατροφή, από ορισμένες ασθένειες και από τα φάρμακα.

Η απέκκριση οξέων ή αλκαλικών ούρων βοηθά στη διατήρηση της ισορροπίας στο σώμα μεταξύ οξύτητας και αλκαλικότητας.

Διατροφή

Αυτό που τρώμε μπορεί να αλλάξει το pH των ούρων μας, δεν συμβαίνει ωστόσο το ίδιο στο pH του αίματός μας. Οι περισσότεροι χορτοφάγοι κατά κύριο λόγο παράγουν αλκαλικά ούρα σε σχέση με όσους καταναλώνουν κρέας και γαλακτοκομικά, τα οποία παράγουν κυρίως όξινα ούρα. Παρόλο που υπάρχει η εντύπωση ότι τα φρούτα είναι όξινα, εντούτοις τα περισσότερα φρούτα και λαχανικά παράγουν αλκαλικά ούρα. Τα βακκίνια (cranberries), μία από τις εξαιρέσεις στον κανόνα, παράγουν πιο όξινα ούρα, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που βοηθούν στην πρόληψη λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, που συμβαίνουν συχνότερα όταν έχετε αλκαλικά ούρα. Αντ’ αυτού, εμποδίζουν την προσκόλληση βακτηριδίων στα τοιχώματα της ουροδόχου κύστης και τον πολλαπλασιασμό τους.

Ασθένειες

Εάν έχετε μια διαταραχή που προκαλεί οξέωση στο αίμα, το σώμα σας προσπαθεί να εκκρίνει την περίσσεια στα ούρα, προκαλώντας όξινα ούρα. Οι ασθένειες που προκαλούν οξέωση περιλαμβάνουν αναπνευστικά προβλήματα που παρεμποδίζουν την ανταλλαγή αέρα, τη διάρροια, την αφυδάτωση, τον σοβαρό διαβήτη και την πείνα. Τα ούρα σας μπορεί να έχουν υψηλό pH ή αλκαλικότητα εάν έχετε νεφρική νόσο, έμετο, ασθένειες που προκαλούν ταχεία αναπνοή ή λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος.

Φάρμακα

Τα φάρμακα που μπορούν να προκαλέσουν αλκαλικά ούρα περιλαμβάνουν την ακεταζολαμίδη, ένα διουρητικό που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του γλαυκώματος, για ορισμένους τύπους επιληπτικών κρίσεων και για συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Αλλα φάρμακα που αυξάνουν την αλκαλικότητα των ούρων περιλαμβάνουν διττανθρακικό νάτριο και κιτρικό κάλιο. Τα φάρμακα που καθιστούν τα ούρα πιο όξινα περιλαμβάνουν θειαζιδικά διουρητικά, μανδελική μεθεναμίνη, ένα αντιβιοτικό που χρησιμοποιείται για την πρόληψη ή τον έλεγχο, αλλά όχι για τη θεραπεία λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος και χλωριούχο αμμώνιο, που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της αλκαλικότητας στο αίμα.

Η κατάλληλη ώρα

Το πρώτο δείγμα ούρων το πρωί είναι συνήθως πιο όξινο από τα ούρα που παράγονται αργότερα την ημέρα, επειδή αναπνέουμε λιγότερο όταν κοιμόμαστε, προκαλώντας μια ελαφριά αναπνευστική οξέωση στο αίμα. Αν δεν ελεγχθεί το δείγμα ούρων αμέσως μετά την ούρηση και αφεθεί σε ανοιχτό δοχείο, τα βακτήρια μπορεί να συσσωρευτούν και να πολλαπλασιαστούν. Τα βακτήρια στα ούρα τα καθιστούν πιο αλκαλικά, επομένως μπορεί να είναι ανακριβή τα αποτελέσματα. Αυτός είναι και ο λόγος που οι εξετάσεις των ούρων γίνονται με τα πρώτα πρωινά ούρα που πρέπει να κλείνονται σε αποστειρωμένο ουροσυλλέκτη.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει