Mπορεί το ενδοκρινικό και το πεπτικό σύστημα να φαίνονται εκ πρώτης όψεως διαφορετικά και ασύνδετα μεταξύ τους, ωστόσο η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική.
Το ενδοκρινικό σύστημα ασχολείται με την παραγωγή ορμονών και το πεπτικό εμπλέκεται στην επεξεργασία των τροφών, ωστόσο στην πραγματικότητα το έντερο είναι το μεγαλύτερο από τα ενδοκρινικά όργανα του σώματος, γεγονός που καθιστά αυτά τα δύο συστήματα συνδεδεμένα μεταξύ τους.
Μέσα στα έντερα, τα κοινά κύτταρα του εντέρου είναι διάσπαρτα με μεμονωμένα ενδοκρινικά κύτταρα που αποτελούν αυτό που ονομάζεται εντερικό ενδοκρινικό σύστημα. Περισσότερες από 30 ορμόνες παράγονται από αυτό το σύστημα, το οποίο ρυθμίζει τη σύνθετη διαδικασία της πέψης, της απορρόφησης και της ενσωμάτωσης των τροφών στα κύτταρα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν πως το πεπτικό και το νευρικό σύστημα συνδέονται μεταξύ τους γι’ αυτό και το πεπτικό σύστημα συχνά χαρακτηρίζεται ως «δεύτερος εγκέφαλος». Αυτός είναι και ο λόγος πως πράγματα που επηρεάζουν το μυαλό μας, μπορεί να έχουν αντίκτυπο στο στομάχι μας. Όμως, δίπλα σ’ αυτή την σύνδεση θα πρέπει πλέον να τοποθετήσετε και τη σύνδεση του ενδοκρινικού με το πεπτικό σύστημα.
Η φυσιολογία της πέψης περιλαμβάνει στενή συνεργασία μεταξύ του νευρικού συστήματος, του ενδοκρινικού συστήματος και του πεπτικού συστήματος. Εκτός από το δικό του ενδοκρινικό σύστημα, το έντερο έχει επίσης ένα νευρικό σύστημα, γνωστό ως εντερικό νευρικό σύστημα, το οποίο συνδέεται με το κεντρικό νευρικό σύστημα. Τα νεύρα βοηθούν στον έλεγχο της κίνησης της τροφής, της εντερικής ροής του αίματος και της κίνησης των ουσιών στο τοίχωμα του εντέρου. Οι ορμόνες του ενδοκρινικού συστήματος του εντέρου ρυθμίζουν την έκκριση ουσιών στα έντερα, τις συσπάσεις των μυών του εντέρου και παράγοντες όπως η πείνα και ο μεταβολισμός του λίπους.
Αν και το πεπτικό σύστημα επηρεάζεται από ορμόνες άλλων ενδοκρινών αδένων, ελέγχεται πιο έντονα από τις δικές του ορμόνες, τους χημικούς αγγελιοφόρους που εκκρίνονται από τα κύτταρα του εντερικού ενδοκρινικού συστήματος.
Η ορμόνη γαστρίνη είναι μια από τις πρώτες που απελευθερώνεται κατά τη διαδικασία της πέψης και τα κύτταρα που παράγουν γαστρίνη, γνωστά ως κύτταρα G, βρίσκονται στο βλεννογόνο του στομάχου. Όταν τα τρόφιμα εισέρχονται στο στομάχι, τα κύτταρα G απελευθερώνουν γαστρίνη στην κυκλοφορία του αίματος. Η γαστρίνη συνδέεται με τους υποδοχείς σε αυτά που ονομάζονται βρεγματικά κύτταρα στην επένδυση του στομάχου και τους διεγείρει να εκκρίνουν οξύ.
Ως αποτέλεσμα αυτής της σύνδεσης μεταξύ του ενδοκρινικού συστήματος και του πεπτικού συστήματος, πολλοί δυνητικά επιβλαβείς μικροοργανισμοί που εισέρχονται στο στομάχι με την τροφή μπορούν να εξουδετερωθούν.
Όταν το οξύ απελευθερώνεται από το στομάχι στο λεπτό έντερο, αυτό διεγείρει τα κύτταρα στην επένδυση του εντέρου να παράγουν μια ορμόνη που είναι γνωστή ως σεκρετίνη. Η σεκρετίνη αναγκάζει το πεπτικό όργανο που είναι γνωστό ως πάγκρεας να απελευθερώνει ένα αλκαλικό υγρό, το οποίο εισέρχεται στο λεπτό έντερο και εξουδετερώνει το οξύ του στομάχου.
Τα κύτταρα στον χοληδόχο πόρο, που οδηγεί έξω από τη χοληδόχο κύστη, διεγείρονται επίσης για να απελευθερώσουν διττανθρακικά. Αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ του ενδοκρινικού συστήματος και του πεπτικού συστήματος προστατεύει το λεπτό έντερο από εγκαύματα με οξύ. Καθώς το έντερο γίνεται πιο αλκαλικό, η παραγωγή σεκρετίνης διακόπτεται.
Αυτή η σύνδεση είναι μία ακόμα απόδειξη ότι τα συστήματα του ανθρώπινου οργανισμού είναι αλληλένδετα μεταξύ τους, γι’ αυτό και όταν κάποιο νοσεί μπορεί και τα υπόλοιπα να δυσλειτουργούν. Και αντίστοιχα όταν ο καθένας μας φροντίζει για την υγεία ενός συστήματος, προλαμβάνει ή θεραπεύει τις βλάβες, τότε ουσιαστικά υποβοηθά και τα υπόλοιπα να βρίσκονται σε καλή λειτουργία.