Ακόμα και μια ήπια ή μέτρια διάσειση μπορεί να έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις στη μνήμη ενός ανθρώπου, σε αντίθεση με την πεποίθηση που υπήρχε στο παρελθόν, υποστηρίζει νέα μελέτη.
Με τη σύγκριση των μελετών απεικόνισης του εγκεφάλου και τα τεστ σκέψης μεταξύ υγιών ατόμων και ατόμων που υπέστησαν ελαφριάς μορφής διάσειση, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως η ανάκαμψη των δεξιοτήτων μνήμης μπορεί να πάρει πολύ χρόνο. Μια μικρή, ήπιας μορφής διάσειση, μπορεί να προκληθεί από γεγονότα όπως η πτώση από ένα ποδήλατο ή ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα που έγινε με μικρή ταχύτητα.
Αρχικά, τα άτομα με εγκεφαλική διάσειση είχαν κατά 25% χειρότερη βαθμολογία στα τεστ σκέψης και μνήμης σε σύγκριση με τους υγιείς ανθρώπους. Ενα χρόνο μετά τον τραυματισμό, ωστόσο, ενώ για τα άτομα χωρίς διάσειση τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια με τα πρώτα, όσοι είχαν υποστεί τραυματισμό του εγκεφάλου, είχαν ακόμα ενδείξεις εγκεφαλικής βλάβης στις απεικονιστικές εξετάσεις με σαφή σημάδια συνεχιζόμενων διαλείψεων στα βασικά κύτταρα του εγκεφάλου.
«Τα ευρήματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά επειδή το 90% του συνόλου των τραυματικών βλαβών του εγκεφάλου ήταν από ήπιες έως μέτριες. Είναι πραγματικά καλό για τους ανθρώπους να γνωρίζουν πως κάποιοι που είχαν υποστεί ήπια διάσειση και υποφέρουν από φτωχές σχολικές επιδόσεις, κακή σωματική απόδοση ή κοινωνικά θέματα, εξακολουθούν να έχουν πραγματική δομική βλάβη ακόμα και ένα χρόνο μετά τον τραυματισμό», λέει ο Andrew Blamire, κύριος συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής Φυσικής Μαγνητικού Συντονισμού, στο Πανεπιστήμιο του Νιουκάστλ, στη Μεγάλη Βρετανία.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Neurology.
Η διάσειση είναι ένα είδος τραυματισμού του εγκεφάλου που εμφανίζεται όταν το κεφάλι χτυπήσει σε ένα αντικείμενο, ή όταν ένα κινούμενο αντικείμενο χτυπήσει το κεφάλι ή όταν το κεφάλι βιώνει μια ξαφνική δύναμη, χωρίς να χτυπηθεί άμεσα. Πολλοί άνθρωποι παθαίνουν εγκεφαλική διάσειση από τροχαία ή κατά τη διάρκεια αθλητικών δραστηριοτήτων, ακόμα και κατά τη διάρκεια ψυχαγωγίας. Οι περισσότερες απ’ αυτές οδηγούνται σε πλήρη ανάκαμψη.
Τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στις επιπτώσεις της διάσεισης, επειδή είναι ακόμα στην ανάπτυξη και μπορούν εύκολα να συσσωρεύονται πολλαπλά τραύματα κατά τη διάρκεια των ετών. Επιπλέον, η πίεση για καλές επιδόσεις στα σπορ ή στο σχολείο, μπορεί να επιβραδύνει την ανάκαμψη.
Οι επιστήμονες ήταν δύσκολο να απαντήσουν σχετικά με το πώς ο τραυματισμός του εγκεφάλου επηρεάζει τη σκέψη, γιατί ενώ η αξονική και μαγνητική τομογραφία μπορεί να δείξουν τη ζημιά σε μια συγκεκριμένη περιοχή, εντούτοις μπορεί να μην δείχνουν σημάδια μιας πιο διάχυτης βλάβης. Το αποτέλεσμα είναι οι ερευνητές να μην μπορούν να κάνουν μια σαφή σύνδεση ανάμεσα σε ό,τι βρίσκουν στις απεικονιστικές εξετάσεις και στα τεστ σκέψης και μνήμης.
«Το πρόβλημα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι τα συμπτώματα από μόνα τους δεν λένε όλη την ιστορία. Το επίπεδό τους δεν σχετίζεται πάντα με το επίπεδο της βλάβης, ενώ επιπρόσθετα υπάρχουν άλλες καταστάσεις όπως η κατάθλιψη ή ο υποθυρεοειδισμός που μπορούν να “μιμηθούν” τη διάσειση», λέει ο δρ Michael O’ Brien, διευθυντής της κλινικής αθλητικών διασείσεων στο Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης.
Για τη μελέτη, οι ερευνητές παρακολούθησαν 44 άτομα με ήπια διάσειση και 9 άτομα με μέτρια διάσειση και τα συνέκριναν με 33 συμμετέχοντες χωρίς εγκεφαλική βλάβη. Ολοι οι συμμετέχοντες έκαναν τεστ δεξιοτήτων σκέψης και μνήμης και υποβλήθηκαν σε μαγνητική τομογραφία που ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη σε βλάβες εγκεφαλικών κυττάρων.
Οσοι είχαν υποστεί διάσειση έκαναν μαγνητική τομογραφία κατά μέσο όρο έξι ημέρες μετά τον τραυματισμό τους. Ενα χρόνο αργότερα, 23 απ’ αυτούς υποβλήθηκαν σε νέα μαγνητική τομογραφία και σε νέο τεστ δεξιοτήτων σκέψης και μνήμης.
Ενα χρόνο μετά κι ενώ τα αρχικά συμπτώματα της ήπιας ή μέτριας διάσεισης είχαν περάσει, κάποια στοιχεία της βλάβης του εγκεφάλου ήταν ακόμα παρόντα, όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές.
«Εκείνο που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο κάθε ασθενής είναι διαφορετικός και έτσι ενώ η σοβαρότητα των τραυματισμών έχει σχέση με το αποτέλεσμα, εντούτοις είναι δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια. Το επίπεδο της φροντίδας της διάσεισης βασίζεται στην αναφορά των συμπτωμάτων και απαιτείται οι άνθρωποι να αναστείλουν τη σωματική και ψυχική δραστηριότητα για ένα αρχικό χρονικό διάστημα που πρέπει να ακολουθηθεί από μια πολύ βαθμιαία αύξηση της δραστηριότητας. Ομως, δεν είναι εύκολο να γνωρίζει κανείς πότε ακριβώς είναι ασφαλές να επιστρέψει σε υψηλά επίπεδα φυσικής και διανοητικής δραστηριότητας», λέει ο O’ Brien και προσθέτει:
«Υπάρχουν μειονεκτήματα στην επιστροφή των αθλητών για παράδειγμα, σε πλήρη δραστηριότητα πολύ νωρίς. Η πιθανότητα να τραυματιστούν ξανά είναι αρκετά υψηλή και η ανάκτηση μπορεί να παραταθεί».