Το Δημόσιο μπορεί πλέον να κατάσχει μισθούς και συντάξεις οφειλετών, χωρίς προηγουμένως να τους έχει ενημερώσει ώστε να μπορούν να κινηθούν νομικά ή να ρυθμίσουν το χρέος τους.
Η αμετάκλητη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας μεταστρέφει 180 μοίρες την μέχρι σήμερα νομολογία του, αφού έκρινε πως η Δ.Ο.Υ., το ΙΚΑ και άλλοι φορείς θα μπορούν να προβούν σε κατασχέσεις χρημάτων που βρίσκονται στην Τράπεζα, χωρίς προειδοποίηση.
Ουσιαστικά δηλαδή αυτοαναιρείται, αφού δεν έχουν περάσει παρά μόλις τρεις μήνες, από τότε που η 5μελής σύνθεση του ΣΤ’ Τμήματος του ΣτΕ είχε αποφανθεί ότι δεν μπορεί το Δημόσιο να «βάζει χέρι» σε τραπεζικούς λογαριασμούς χωρίς να έχει ενημερωθεί ο ενδιαφερόμενος.
Είχε μάλιστα χαρακτηρίσει εκείνη την απόφαση του υπουργείου Οικονομικών «ανίσχυρη ως αντικειμένη στην διάταξη του άρθρου 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, διότι η παράλειψη αυτή έχει ως συνέπεια ο οφειλέτης να μη λαμβάνει γνώση ή να λαμβάνει καθυστερημένα γνώση της εις βάρος του επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικώς προ της ολοκληρώσεως της εκτελεστικής διαδικασίας, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα είτε για την ακύρωση είτε για την αναστολή της πράξεως εκτελέσεως».
Το ζήτημα παραπέμφθηκε στην αυξημένη κατά δύο μέλη (7μελή) σύνθεση του ίδιου Τμήματος για νέα κρίση και η 7μελής σύνθεση με την υπ΄ αριθμ. 2082/2014 απόφασή του και με άλλο πρόεδρο, έκρινε τα εντελώς αντίθετα από την 5μελή σύνθεση του ίδιου Τμήματος, με το σκεπτικό πως ο οφειλέτης γνωρίζει πότε καθίσταται το χρέος του ληξιπρόθεσμο, ως εκ τούτου από την επόμενη ημέρα είναι δυνατή η λήψη αναγκαστικών μέτρων σε βάρος του, για την είσπραξη του χρέους.
Ειδικότερα, οι σύμβουλοι Επικρατείας στην νεότερη απόφαση του ΣτΕ (2082/2014), αναφέρουν ότι με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κ.λπ., «οργανώνεται συνεκτικό σύστημα εισπράξεως δημοσίων εσόδων, με σκοπό το μεν να καθίσταται δυνατή και να μη ματαιώνεται η, συνταγματικώς άλλωστε επιβαλλομένη (άρθρο 4 παράγραφος 5 του Συντάγματος), είσπραξη των χρεών προς το Δημόσιο, με παράλληλη, όμως, έγκαιρη ενημέρωση του οφειλέτη του Δημοσίου, ο οποίος δύναται να ασκεί επικαίρως τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που του παρέχει ο νόμος. Στο πλαίσιο αυτό, ο οφειλέτης μπορεί να προσφύγει δικαστικώς, με την διεξαγωγή διαγνωστικής δίκης, ενώ παράλληλα έχει πληροφορηθεί το χρέος του. Ο οφειλέτης γνωρίζει ευθέως πότε το βεβαιωμένο χρέος του καθίσταται ληξιπρόθεσμο και από την επόμενη της ημέρας κατά την οποία το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο, είναι δυνατή η λήψη σε βάρος του αναγκαστικών μέτρων για την είσπραξη του χρέους. Εάν ο οφειλέτης δεν είναι συνεπής συντάσσεται το κατασχετήριο το οποίο δεν κοινοποιείται στο οφειλέτη, παρά μόνο στην Τράπεζα, σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι δεν γίνεται κοινοποίηση του κατασχετηρίου στον οφειλέτη για να μην τρέξει να σηκώσει τα χρήματά του από την Τράπεζα.
«Η μη κοινοποίηση στον οφειλέτη οφείλεται στον προφανή λόγο ότι, αν αυτός πληροφορείτο την επικειμένη λήψη του μέτρου, θα έσπευδε να εισπράξει από τον τρίτο (σ.σ.: Τράπεζα) τα οφειλόμενα σ’ αυτόν χρήματα ή απαιτήσεις ή θα ανελάμβανε τα εις χείρας τρίτου κινητά του, με συνέπεια, βεβαίως, να καθίσταται αδύνατη η εξ αυτών ικανοποίηση της αξιώσεως του Δημοσίου. Συνεπώς, η μη πρόβλεψη στο νόμο και πρόσθετης υποχρεώσεως για μία τρίτη, ενδιάμεση, κοινοποίηση προς τον οφειλέτη πριν από την ενεργοποίηση του δικαιώματος του Δημοσίου να λάβει εις βάρος του μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως, δεν παραβιάζει συνταγματικές διατάξεις ούτε, ειδικότερον, την διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού καθιδρύεται, πάντως, στο νόμο πλήρες και αποτελεσματικό σύστημα έννομης προστασίας του οφειλέτη του Δημοσίου».