Τι είναι η δυσαπορρόφηση και πώς αντιμετωπίζεται

Δυσαπορρόφηση είναι η ανικανότητα του οργανισμού να απορροφήσει τα θρεπτικά συστατικά και τις βιταμίνες από τα τρόφιμα και είναι μια κατάσταση που μπορεί να δημιουργηθεί από πολύ διαφορετικές συνθήκες.

Οι συνθήκες που επηρεάζουν την πέψη και την απορρόφηση μπορεί να είναι παράσιτα, ανατομικές ανωμαλίες, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και διαταραχές του παγκρέατος και του ήπατος.

Χωρίς τα κατάλληλα επίπεδα ορισμένων θρεπτικών συστατικών ένα άτομο μπορεί να εμφανίσει σοβαρά γαστρεντερικά προβλήματα και απώλεια βάρους. Ενας γιατρός προσπαθεί συνήθως να προσδιορίσει την αιτία πριν από την έναρξη της θεραπείας.

Στις περισσότερες περιπτώσεις η δυσαπορρόφηση μπορεί να ξεπεραστεί με ένα δομημένο πρόγραμμα διατροφής, συμπληρώματα διατροφής και ιατρική περίθαλψη για τους αιτιώδεις παράγοντες.

Οι περισσότερες περιπτώσεις δυσαπορρόφησης περιλαμβάνουν μια ανεπάρκεια σε ένα ή σε κάποια βασικά θρεπτικά συστατικά και όχι στο σύνολο όσων περιέχει η τροφή. Ενα άτομο μπορεί να μην είναι σε θέση να αφομοιώσει ορισμένα σάκχαρα, βιταμίνες, λίπη και πρωτεΐνες για μια σειρά από διαφορετικούς λόγους. Πολλοί άνθρωποι έχουν κληρονομικές διαταραχές, όπως είναι η δυσανεξία στη λακτόζη, ή στη φρουκτόζη, που επηρεάζουν τον τρόπο που το σώμα τους μεταβολίζει σημαντικές διαιτητικές ενώσεις.

Συνθήκες όπως η παγκρεατίτιδα, η νόσος του Crohn και η ηπατίτιδα μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο ορισμένα θρεπτικά συστατικά απορροφώνται και χρησιμοποιούνται στο σώμα. Επιπλέον, ταινίες και παράσιτα μπορούν να στερήσουν από ένα κατά τ’ άλλα υγιές άτομο κάποια βασικά μέταλλα.

Το πιο κοινό σύμπτωμα της φυσικής δυσαπορρόφησης είναι οι συχνές εξάρσεις διάρροιας. Οταν το σώμα δεν είναι σε θέση να επεξεργαστεί τα θρεπτικά συστατικά, τα περισσότερα από τα τρόφιμα και υγρά που καταναλώνονται, αποβάλλονται γρήγορα ως απόβλητα. Τα ανοιχτόχρωμα κόπρανα που επιπλέουν στην τουαλέτα είναι σημάδια ότι το λίπος δεν αφομοιώνεται σωστά. Ο κοιλιακός πόνος, οι κράμπες, η ναυτία και η απώλεια βάρους είναι συνηθισμένες καταστάσεις στις χρόνιες ελλείψεις βιταμινών και πρωτεϊνών.

Ενας γιατρός μπορεί να διαγνώσει συνήθως την δυσαπορρόφηση με μια προσεκτική εξέταση των συμπτωμάτων του ασθενή και με το ιατρικό του ιστορικό. Η ανάλυση δειγμάτων αίματος, ούρων και κοπράνων μπορούν να δείξουν αν υπάρχουν μη φυσιολογικά επίπεδα συγκεκριμένων βιταμινών και πρωτεϊνών. Οι εργαστηριακές εξετάσεις μπορεί επίσης να αποκαλύψουν την παρουσία κάποιου παράσιτου ή άλλου μολυσματικού παράγοντα, που θα μπορούσε να προκαλέσει τέτοιου είδους συμπτώματα. Οι διαγνωστικές απεικονιστικές εξετάσεις όπως τα υπερηχογραφήματα και τα σπινθηρογραφήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να επιθεωρηθούν τα έντερα και να βρεθούν σημάδια φυσικών ανωμαλιών. Μετά τη διάγνωση της δυσαπορρόφησης και τον εντοπισμό της υποκείμενης αιτίας, ο γιατρός θα μπορέσει να καθορίσει τον καλύτερο δυνατό τρόπο για την αντιμετώπιση της κατάστασης.

Οι ασθενείς που πάσχουν από δυσαπορρόφηση χρειάζεται συνήθως να συναντηθούν με κλινικούς διατροφολόγους για να μάθουν αν χρειάζονται συγκεκριμένες διαιτητικές συστάσεις. Ενα άτομο με δυσανεξία στη λακτόζη για παράδειγμα χρειάζεται να έχει εναλλακτικές λύσεις για να προσλαμβάνει ασβέστιο και βιταμίνη D.

Πολλοί ασθενείς μπορεί να χρειαστούν συμπληρώματα για να αντισταθμίσουν την έλλειψη ορισμένων βιταμινών ή μετάλλων στο σύστημά τους.

Επιπλέον, αντιβιοτικά, αντιφλεγμονώδη φάρμακα ή ανοσοκατασταλτικά φάρμακα μπορούν να συνταγογραφηθούν για την αντιμετώπιση ειδικών καταστάσεων υγείας. Οι περισσότεροι άνθρωποι που ακολουθούν τις εντολές του γιατρού τους είναι σε θέση να επανέλθουν εντός λίγων μόλις εβδομάδων.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει