Το εκχύλισμα πράσινου τσαγιού μπορεί να είναι ένα αποτελεσματικό φυτικό φάρμακο χρήσιμο για τον έλεγχο βάρους και συμβάλλει στη ρύθμιση της γλυκόζης του διαβήτη τύπου 2, όπως έχουν δείξει κάποια στοιχεία.
Προκειμένου να διαπιστώσουν αν αυτό ισχύει στην πραγματικότητα, ο Τζάε Χιουνγκ Παρκ και οι συνεργάτες του από το Πανεπιστήμιο Keimyung της Κορέας πραγματοποίησαν μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Archives Springer Naunyn-Schmedeberg of Pharmacology.
Τα ενεργά συστατικά του πράσινου τσαγιού, τα οποία έχουν βρεθεί να αναστέλλουν την εντερική απορρόφηση της γλυκόζης και των λιπιδίων, είναι ένας συγκεκριμένος τύπος φλαβονοειδών που ονομάζετονται κατεχίνες. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η ποσότητα των αναγκαίων κατεχινών για την μείωση των συγκεντρώσεων γλυκόζης στο αίμα, μπορεί να επιτευχθεί από μία ημερήσια δόση πράσινου τσαγιού. Ωστόσο, η ποσότητα του πράσινου τσαγιού που απαιτείται για να μειωθεί η πρόσληψη των λιπιδίων από το έντερο είναι υψηλότερη και αποδείχτηκε πως έχει αρνητικές επιπτώσεις στον άνθρωπο. Μόλις οι κατεχίνες κυκλοφορήσουν στο αίμα μπορεί να αυξήσουν την αντίσταση στην ινσουλίνη, γεγονός που αποτελεί αρνητική συνέπεια, ιδιαίτερα σε παχύσαρκους και διαβητικούς ασθενείς.
Οι ερευνητές εξέτασαν τις επιδράσεις του εκχυλίσματος πράσινου τσαγιού στο βάρος του σώματος και στη δυσανεξία στη γλυκόζη σε διαβητικά ποντίκια και σε ποντίκια που τρέφονταν κανονικά με διατροφή υψηλή σε λιπαρά. Για να αποφευχθεί μια υψηλή δόση κατεχίνες στην κυκλοφορία του αίματος, οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν μία μη τοξική ρητίνη, την πολυαιθυλενογλυκόλη, για να δεσμεύσουν τις κατεχίνες στο έντερο σε μια προσπάθεια πρόληψης της απορρόφησής τους. Στη συνέχεια, εξέτασαν τις επιπτώσεις τόσο στους ποντικούς που κατανάλωσαν μόνο εκχύλισμα πράσινου τσαγιού, όσο και σε εκείνους που το κατανάλωσαν μαζί με την πολυαιθυλενογλυκόλη. Συνέκριναν κατόπιν αυτά τα αποτελέσματα με εκείνα που προκύπτουν από τα θεραπευτικά φάρμακα που συνήθως συνταγογραφούνται για διαβήτη τύπου 2.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το εκχύλισμα πράσινου τσαγιού σε απομόνωση δεν έδωσε καμία βελτίωση του σωματικού βάρους και δυσανεξία στη γλυκόζη. Ωστόσο, όταν το εκχύλισμα πράσινου τσαγιού δόθηκε μαζί με πολυαιθυλενογλυκόλη, υπήρξε μια σημαντική μείωση του σωματικού βάρους, αντίσταση στην ινσουλίνη και δυσανεξία στη γλυκόζη, τόσο στους φυσιολογικούς ποντικούς που ακολούθησαν διατροφή υψηλή σε λιπαρά, όσο και στους διαβητικούς ποντικούς. Η πολυαιθυλενογλυκόλη είχε ως αποτέλεσμα την παράταση του χρονικού διαστήματος που οι κατεχίνες παρέμειναν στα έντερα, περιορίζοντας έτσι την απορρόφηση της γλυκόζης για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Είναι ενδιαφέρον πως οι επιπτώσεις από την κατανάλωση εκχυλίσματος πράσινου τσαγιού ήταν μετρήσιμες σε δόσεις που θα μπορούσαν να αποτελούν την κατανάλωση τσαγιού σε καθημερινή βάση. Επίσης τα αποτελέσματα ήταν συγκρίσιμα με εκείνα που βρέθηκαν σε όσους λαμβάνουν τα θεραπευτικά φάρμακα που συνταγογραφούνται για ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 που δεν εξαρτάται από ινσουλίνη.
Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι ερευνητές είναι πως το διαιτητικό εκχύλισμα πράσινου τσαγιού και η πολυαιθυλενογλυκόλη μετριάζoυν την αύξηση του σωματικού βάρους και την αντίσταση στην ινσουλίνη τόσο σε διαβητικά όσο και σε ποντίκια που ακολούθησαν δίαιτα υψηλή σε λιπαρά, βελτιώνοντας με τον τρόπο αυτό τη δυσανεξία στη γλυκόζη. Συνεπώς το εκχύλισμα πράσινου τσαγιού και η πολυαιθυλενογλυκόλη μπορούν να αποτελέσουν ένα προληπτικό θεραπευτικό εργαλείο για την παχυσαρκία και την παχυσαρκία που σχετίζεται με τον διαβήτη τύπου 2, χωρίς να υπάρχει μεγάλη ανησυχία για τυχόν παρενέργειες.