Νέες κατευθυντήριες γραμμές θεραπείας που εστιάζουν στους παράγοντες κινδύνου αύξησης των επιπέδων χοληστερόλης, κυκλοφόρησε ο Αμερικανικός Σύλλογος για την Καρδιά και το Αμερικανικό Κολλέγιο Καρδιολογίας.
Σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες, από εδώ και στο εξής θα διπλασιαστεί το ποσοστό των ανθρώπων που θα μπουν σε φαρμακευτική αγωγή για να μειώσουν τη χοληστερόλη τους.
«Πρόκειται για μια τεράστια αλλαγή στην πολιτική που σχετίζεται με τον αριθμό των ανθρώπων που υποβάλλονται σε θεραπεία για τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης. Για πολλά χρόνια ο στόχος ήταν να μειωθεί η LDL (κακή χοληστερόλη) κάτω από το 100. O εν λόγω στόχος έχει εξαλειφθεί πλήρως στις κατευθυντήριες γραμμές», αναφέρει ο δρ Steven Nissen, επικεφαλής της καρδιαγγειακής ιατρικής στην κλινική του Κλίβελαντ.
Στη θέση του, οι νέες οδηγίες προτείνουν τη χρήση συγκεκριμένων παραγόντων κινδύνου που θα καθορίσουν ποιος θα πρέπει να παίρνει στατίνες για την μείωση της χοληστερόλης και ποιος θα πρέπει να κάνει απλά αλλαγές στον τρόπο ζωής του.
Οι τέσσερις ερωτήσεις που θα προσδιορίζουν την ύπαρξη κινδύνου είναι:
* Μήπως έχετε καρδιακή νόσο;
* Μήπως έχετε διαβήτη (τύπου 1 ή 2);
* Μήπως έχετε επίπεδα χοληστερόλης πάνω από 190;
* Είναι ο κίνδυνος να υποστείτε καρδιακή προσβολή την προσεχή 10ετία μεγαλύτερος από 7,5%;
Σύμφωνα με τις νέες οδηγίες, αν απαντήσει κάποιος «ναι» σε κάποια από τις 4 παραπάνω ερωτήσεις, θα πρέπει άμεσα να πάρει φαρμακευτική αγωγή με στατίνες.
Για όσους δεν πληρούν τα κριτήρια αυτά, η επιτροπή που βρίσκεται πίσω από αυτή τη νέα πολιτική αναφέρει πως θα πρέπει να διαμορφώσουν τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, έτσι ώστε να μπορούν να διαχειριστούν την υψηλή χοληστερόλη.
«Μέχρι τώρα η εστίαση ήταν να μειώσει κανείς την LDL. Με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές δεν πάμε κόντρα σ’ αυτό. Απλώς λέμε ότι έχει ιδιαίτερη σημασία το πώς θα μειώσουμε την LDL. Και για να το δούμε αυτό θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν όλες τις πιθανές θεραπείες, να προτείνουμε έναν υγιή για την καρδιά τρόπο ζωής και θεραπεία με στατίνες για τη μείωση του κινδύνου του εγκεφαλικού επεισοδίου ή της καρδιακής προσβολής στα επόμενα 10 χρόνια», λέει ο Δρ Neil Stone, πρόεδρος της επιτροπής.
Πώς, όμως, μπορεί να καθοριστεί αν ο κίνδυνος καρδιακής προσβολής είναι πάνω από 7,5% την προσεχή 10ετία, ώστε να πρέπει κάποιος να πάρει στατίνες;
«Ημασταν σε θέση να παράγουμε πολύ ισχυρές εξισώσεις κινδύνου τόσο για τους λευκούς άνδρες και γυναίκες, όσο και για τους Αφρο-αμερικανούς άνδρες και γυναίκες. Οι εξισώσεις αυτές έλαβαν υπόψιν, την ηλικία, το φύλο, τη φυλή, τη συνολική χοληστερόλη και την LDL, τα επίπεδα του αίματος, την κατάσταση θεραπείας της πίεσης, τον διαβήτη, καθώς και την τρέχουσα κατάσταση καπνίσματος», τόνισε ο Δρ Donald Lloyd – Jones, πρόεδρος της επιτροπής που ανέπτυξε την εξίσωση.
Σε κάθε έναν από αυτούς τους παράγοντες αποδίδεται μια αριθμητική τιμή και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καθοριστεί το ατομικό ποσοστό κινδύνου χρησιμοποιώντας μια ηλεκτρονική αριθμομηχανή. Ετσι οι ασθενείς μπορούν να είναι περισσότερο ενήμεροι σχετικά με τους κινδύνους.
«Η μεγαλύτερη δύναμη πίσω από αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές είναι ότι στοχεύουν στην πρόληψη με διαμόρφωση ενός νέου τρόπου ζωής που θα μειώσει τον κίνδυνο των ασθενειών και όχι σε θεραπεία μεμονωμένων παραγόντων κινδύνου. Εχουμε την τάση να επικεντρωνόμαστε στη γρήγορη λύση του χαπιού περισσότερο απ’ ό,τι να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής μας. Κι όμως η άσκηση 3-4 φορές την εβδομάδα μειώνει τον κίνδυνο σχεδόν σε διπλάσιο ποσοστό απ’ ό,τι οποιοδήποτε φάρμακο», τονίζει χαρακτηριστικά.
Παρόλα αυτά, με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές είναι πολλά και τα φάρμακα που θα χρησιμοποιηθούν, καθώς ουσιαστικά θα διπλασιαστεί ο αριθμός των Αμερικανών που θα ακολουθήσουν θεραπεία με στατίνες.
Εκτός από τις κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση του κινδύνου της χοληστερόλης, κυκλοφορούν και δύο άλλες σχετικά με τη συνολική υγεία της καρδιάς.
Μια έκθεση δίνει κατευθύνσεις για μια υγιεινή διατροφή για την καρδιά, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των κορεσμένων και trans-λιπαρών οξέων, καθώς και τον περιορισμό του νατρίου σε 2.400 mg ανά ημέρα.
Η άλλη ασχολείται με τις κατευθυντήριες γραμμές θεραπείας για τους γιατρούς σχετικά με τη διαχείριση απώλειας βάρους των ασθενών τους, ζητώντας τους να δημιουργήσουν εξατομικευμένα προγράμματα απώλειας βάρους. Παράλληλα, συστήνει να προχωρήσουν σε χειρουργική επέμβαση ως εν δυνάμει βιώσιμη εναλλακτική λύση για τη βελτίωση της υγείας των ασθενών, με δείκτη μάζας σώματος πάνω από 40, ή εκείνων με ΔΜΣ πάνω από 35, που έχουν όμως κι άλλους παράγοντες κινδύνου να τους επιβαρύνουν.