Για πρώτη φορά οι επιστήμονες είναι σε θέση να προβλέψουν το βαθμό του πόνου που αισθάνονται οι άνθρωποι μελετώντας απεικονίσεις εγκεφάλου.
Αυτο αναφέρει νέα μελέτη που διεξήχθη για λογαριασμό του Πανεπιστημίου του Κολοράντο. Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο New England Journal of Medicine, μπορούν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη αξιόπιστων μεθόδων μέσω των οποίων οι γιατροί να είναι σε θέση να μετρήσουν το βαθμό πόνου του ασθενούς. Μέχρι τώρα η ένταση του πόνου μπορούσε να μετρηθεί μόνο μέσα από την περιγραφή του ίδιου του ασθενούς, γεγονός που συνήθως περιλαμβάνει μια διαβάθμιση του πόνου σε κλίμακα από το 1 έως το 10. Οι αντικειμενικές μετρήσεις του πόνου θα μπορούν να επιβεβαιώσουν τις «αναφορές πόνου» και να προσφέρουν νέα στοιχεία για το πώς ο εγκέφαλος παράγει τα διάφορα είδη πόνου.
Τα νέα αποτελέσματα της έρευνας μπορούν επίσης να θέσουν το πλαίσιο για την ανάπτυξη μεθόδων που χρησιμοποιούν το «σκανάρισμα» του εγκεφάλου, προκειμένου να γίνεται αντικειμενική μέτρηση του άγχους, της κατάθλιψης, του θυμού ή άλλων συναισθηματικών καταστάσεων.
«Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κλινικά αποδεκτός τρόπος να μετρηθεί ο πόνος και τα άλλα συναισθήματα, εκτός από το να ερωτηθεί το άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση πόνου τι ακριβώς νοιώθει», λέει ο Τομ Γουέιτζερ, αναπληρωτής καθηγητής της Ψυχολογίας και της Νευρολογίας και βασικός εισηγητής της μελέτης.
Η ερευνητική ομάδα, που περιλαμβάνει και επιστήμονες από τα πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης και του Μίτσιγκαν, χρησιμοποίησε τεχνικές δεδομένων ηλεκτρονικών υπολογιστών για να «χτενίσει» 114 εγκεφάλους μέσω εικόνων με τους ασθενείς να εκτίθενται σε διαφορετικά επίπεδα θερμότητας από το σχετικά ζεστό μέχρι το οδυνηρά θερμό. Με τη βοήθεια του κομπιούτερ οι επιστήμονες εντόπισαν μια ξεχωριστή νευρολογική «υπογραφή» για κάθε πόνο.
«Βρήκαμε ένα μοτίβο σε ένα σύνολο πολλαπλών συστημάτων του εγκεφάλου που είναι σε θέση να διαγνώσει πόσο πόνο αισθάνονται οι άνθρωποι όταν εκτίθενται σε οδυνηρή θερμότητα», λέει ο Γουέιτζερ.
Μεταφέροντας τα συγκεκριμένα δεδομένα στη μελέτη τους, οι ερευνητές περίμεναν πως αν βρεθεί μια «υπογραφή πόνου» θα είναι πιθανότατα μοναδική για κάθε άτομο ξεχωριστά. Εάν αυτό συνέβαινε, τότε το επίπεδο πόνου ενός ατόμου θα μπορούσε να προβλεφθεί μόνο συγκρίνοντας εικόνες του εγκεφάλου του πριν ή μετά τη συγκεκριμένη διαδικασία.
Αλλά σε αντίθεση μ’ αυτό που περίμεναν, ανακάλυψαν πως η «υπογραφή» είναι μεταβιβάσιμη μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων, επιτρέποντας στους επιστήμονες να προβλέψουν την ένταση του πόνου από την έκθεση στη θερμότητα σε ακριβές ποσοστό μεταξύ 90 με 100% ακόμα και χωρίς να υπάρχουν προγενέστερες απεικονίσεις εγκεφάλου του συγκεκριμένου ατόμου, ώστε να χρησιμοποιηθούν ως σημείο αναφοράς.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν επίσης με σχετική έκπληξη πως η υπογραφή αφορούσε συγκεκριμένα τον σωματικό πόνο και μόνο αυτόν. Οι προγενέστερες μελέτες είχαν δείξει πως ο συναισθηματικός πόνος είχε παρόμοια συμπτώματα με τον σωματικό πόνο από άποψη παραγωγής εγκεφαλικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα μία μελέτη είχε δείξει πως η δραστηριότητα που παρήγαγε ο εγκέφαλος ενός προσφάτως χωρισμένου ατόμου μόλις του έδειχναν την εικόνα του πρώην συντρόφου που τον απέρριψε, ήταν παρόμοια με αυτή που προκαλούσε ο σωματικός πόνος.
Ομως, μόλις η ομάδα του Γουέιτζερ τσεκάρισε αν τα νέα ευρήματα για την «υπογραφή πόνου» μπορούσαν να συγκλίνουν με τα δεδομένα που είχαν συγκεντρωθεί νωρίτερα για τους πληγωμένους ερωτικά συμμετέχοντες, διαπίστωσε πως η «υπογραφή πόνου» ήταν απούσα.
Τέλος, οι επιστήμονες δοκίμασαν να δουν αν η νευρολογική υπογραφή θα μπορούσε να ανιχνεύσει πότε ένα αναλγητικό χρησιμοποιείτο για να αμβλύνει τον πόνο. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως η υπογραφή κατέγραψε μία μείωση του πόνου σε άτομα που έλαβαν παυσίπονα.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δεν επιτρέπουν ακόμη στους γιατρούς να ποσοτικοποιήσουν τον σωματικό πόνο, μπορούν ωστόσο να θέσουν τα θεμέλια για μελλοντικές εργασίες, μέσω των οποίων θα εξαχθούν τα πρώτα αντικειμενικά τεστ πόνου από γιατρούς και νοσοκομεία. Για το λόγο αυτό ο Γουέιτζερ και οι συνεργάτες του δοκιμάζουν ήδη πώς αυτή η νευρολογική «υπογραφή» μπορεί να εφαρμοστεί σε διαφορετικά είδη πόνου.
«Νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να επεκτείνουμε αυτή την έρευνα και ψάχνουμε τρόπους να δοκιμάσουμε τις απεικονίσεις που αναπτύξαμε για να προβλέψουμε τον πόνο κάτω από διαφορετικές συνθήκες», είπε ο Γουέιτζερ. «Είναι η υπογραφή διαφορετική αν αισθανθεί κανείς πίεση, μηχανικό πόνο ή πόνο σε διαφορετικά σημεία του σώματος; Θέλουμε επίσης να δούμε αν αυτές οι ίδιες τεχνικές μπορούν να δώσουν αντίστοιχες μετρήσεις για τον χρόνιο πόνο. Το απεικονιστικό πρότυπο που βρήκαμε δεν μπορεί να μετρήσει τον χρόνιο πόνο, ωστόσο πιστεύουμε ότι ίσως να υπάρχει ένα συστατικό του χρόνιου πόνου υπό ορισμένες συνθήκες. Κατανοώντας τις διαφορετικές παραμέτρους των συστημάτων χρόνιου πόνου και άλλες μορφές σωματικού άλγους κάνουμε ένα βήμα προς την κατανόηση και ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου».