Μια βρετανική μελέτη αναφέρει ότι πολλοί ασθενείς με κοροναϊό υποφέρουν από συμπτώματα όπως δύσπνοια, υπερβολική κόπωση και μυϊκούς πόνους για μήνες μετά τη θεραπεία σε νοσοκομείο.
«Τρία τέταρτα μιας ομάδας ασθενών που έλαβαν φροντίδα για κοροναϊό στο Νοσοκομείο Southmead του Μπρίστολ υπέφεραν από συνεχιζόμενα συμπτώματα τρεις μήνες αργότερα», σύμφωνα με δελτίο Τύπου του νοσοκομείου.
«Οι ερευνητές στο North Bristol NHS Trust διαπίστωσαν ότι 81 στους 110 ασθενείς που είχαν εξέλθει από το νοσοκομείο, εξακολουθούσαν να εμφανίζουν συμπτώματα όπως δύσπνοια, υπερβολική κόπωση και μυϊκούς πόνους όταν τους κάλεσαν ξανά στο νοσοκομείο για επανεξέταση.
Αν και οι περισσότεροι ασθενείς ανέφεραν βελτιώσεις στα αρχικά συμπτώματα όπως πυρετός, βήχας και αίσθηση οσμής, ένας μεγάλος αριθμός εξακολουθούσε να έχει προβλήματα στην ποιότητα ζωής, ανέφερε η ανακοίνωση. Έδιναν πραγματικό αγώνα για να εκτελέσουν καθημερινές εργασίες όπως πλύσιμο και ντύσιμο, ενώ δυσκολεύονταν να επιστρέψουν στη δουλειά τους.
«Αυτή η έρευνα βοηθά στην περιγραφή των συμπτωμάτων των ασθενών με κοροναϊό: Εξακολουθούν να αισθάνονται ότι τους κόβεται η ανάσα, να κουράζονται, να μην κοιμούνται καλά για μήνες μετά το εξιτήριο από το νοσοκομείο», αναφέρει ο David Arnold, γιατρός στο νοσοκομείο του North Bristol. Ευτυχώς, τυχόν ανωμαλίες στις ακτινογραφίες ή στα τεστ αναπνοής ήταν σπάνιες, τουλάχιστον στην ομάδα που εξετάσαμε», προσθέτει.
Τα ευρήματα αποτελούν μέρος του προγράμματος DISCOVER του νοσοκομείου, το πρώτο του είδους του, στις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του κοροναϊού.
Ο κατάλογος των συμπτωμάτων του κοροναϊού έχει διευρυνθεί καθώς οι γιατροί μαθαίνουν περισσότερα για τον ιό.
Το CDC αναφέρει ότι κάποιος ενδέχεται να έχει τον ιό εάν παρουσιάσει πυρετό ή ρίγη, βήχα, δύσπνοια ή δυσκολία στην αναπνοή, κόπωση, μυϊκούς ή σωματικούς πόνους, πονοκέφαλο, νέα απώλεια γεύσης ή μυρωδιάς, πονόλαιμο, καταρροή, ναυτία, έμετος ή διάρροια.
Επείγουσα ιατρική περίθαλψη θα πρέπει να αναζητήσει όπως αντιμετωπίσει προβλήματα αναπνοής, επίμονο πόνο ή πίεση στο στήθος, σύγχυση, αδυναμία να ξυπνήσει ή να παραμείνει ξύπνιος και αν έχει υποκύανα χείλη ή πρόσωπο.