Φως στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένας φορέας του κοροναϊού SARS-Cov-2 μπορεί να μεταδώσει τον ιό σε άλλους ανθρώπους, έρχεται να ρίξει νέα βρετανική έρευνα και ουσιαστικά επιβεβαιώνει αυτό που είναι ήδη γνωστό, ότι δηλαδή αυτό μπορεί να γίνει όταν ο φορέας έχει μεγαλύτερο ιικό φορτίο.
Αυτό συμβαίνει σύμφωνα με την έρευνα μέχρι την πέμπτη ημέρα από την έναρξη των συμπτωμάτων του, γεγονός το οποίο εξηγεί (για άλλη μια φορά) για ποιο λόγο είναι κρίσιμη η απομόνωση όσων έχουν μολυνθεί, προκειμένου να μη μεταδώσουν τον ιό σε άλλους.
Προηγούμενες έρευνες είχαν καταλήξει στην εκτίμηση ότι οι άνθρωποι είναι πιο μεταδοτικοί μία έως δύο μέρες πριν την έναρξη των συμπτωμάτων. Σε συνδυασμό και με τη νέα μελέτη, η πρώτη εβδομάδα της λοίμωξης φαίνεται να είναι η πιο επικίνδυνη για μετάδοση.
Ο ιός, με βάση τη νέα μελέτη, φαίνεται «ζωντανός» και ικανός να αναπαράγεται και να μεταδίδεται έως περίπου εννέα μέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων. Το πόσο ακριβώς μεταδοτικός είναι κάποιος, εξαρτάται πάντως από πολλούς παράγοντες, όπως το εκάστοτε ιικό φορτίο. Όσο μεγαλύτερο ιικό φορτίο «κουβαλά», τόσο πιο πιθανό είναι να μολύνει όσους έρθουν σε επαφή μαζί του.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Μάγκε Τσέβικ του Πανεπιστημίου Σεντ Άντριους της Σκωτίας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Lancet Microbe», σύμφωνα με το BBC, αξιολόγησαν (συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση) 79 διεθνείς μελέτες για τη νόσο Covid-19, οι οποίες αφορούσαν συνολικά 5.340 συμπτωματικούς ασθενείς σε νοσοκομεία.
Διαπιστώθηκε, μετά τη λήψη δειγμάτων από τους ασθενείς, ότι είναι δυνατό να απομονωθεί και να αναπαραχθεί βιώσιμος κοροναϊός έως εννέα μέρες μετά την έναρξη της λοίμωξης.
Η αποκορύφωση του αριθμού των σωματιδίων του ιικού RNA (του γενετικού υλικού του κοροναϊού) στο λαιμό των ασθενών, άρα και του ιικού φορτίου και της μεταδοτικότητας στους άλλους, συμβαίνει έως την πέμπτη μέρα μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Αδρανή τμήματα του RNA του κοροναϊού βρέθηκαν σε δείγματα από το λαιμό και τη μύτη των ασθενών κατά μέσο όρο έως 17 μέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.
Το μεγαλύτερο διάστημα ανίχνευσης του ιού στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα ήταν 83 μέρες, στο κατώτερο αναπνευστικό 59 μέρες, στο αίμα 60 μέρες, ενώ στα κόπρανα 126 μέρες.
Ωστόσο, οι ερευνητές εκτιμούν ότι, παρά αυτή την παρουσία, επειδή δεν ανιχνεύθηκε βιώσιμος και αναπαραγόμενος κοροναϊός πέρα από την ένατη μέρα από τα πρώτα συμπτώματα, είναι μάλλον απίθανο η πλειονότητα των ασθενών να είναι μεταδοτικοί μετά τις εννιά περίπου μέρες λοίμωξης.
«Οι άνθρωποι πρέπει να απομονώνονται όσο πιο γρήγορα γίνεται μετά τα πρώτα συμπτώματα, όσο ήπια και αν είναι αυτά. Μέχρι να πάρουν το αποτέλεσμα ενός τεστ που έχουν κάνει, μπορεί πια να έχουν περάσει την πιο μεταδοτική φάση τους», δήλωσε η δρ Τσέβικ.
Η μελέτη δεν αφορούσε τους ασυμπτωματικούς φορείς του κοροναϊού, αλλά, όπως έχουν δείξει άλλες μελέτες και οι ασυμπτωματικοί μπορεί κάλλιστα να μεταδώσουν τον ιό.