Κοροναϊός: Πώς επηρεάζει ο καιρός τη μετάδοση

Στο ξεκίνημα της πανδημίας του κοροναϊού το καλοκαίρι έμοιαζε ως σωτηρία από τον ιό, αφού πολλοί πίστευαν ότι θα συμπεριφερθεί όπως η γρίπη και η ζέστη θα τον εξουδετερώσει.

Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη με αποτέλεσμα η σύνδεση ανάμεσα στον καιρό και τη νόσο Covid-19 να εξακολουθεί να αποτελεί ένα αίνιγμα.

Αυτό που μοιάζει σίγουρο είναι πως η μεταδοτικότητα θα αυξηθεί με την έλευση του χειμώνα, όχι υποχρεωτικά επειδή ο ιός «ζωντανεύει» με τις χαμηλές θερμοκρασίες, συγκριτικά με της υψηλότερες, αλλά επειδή οι χαμηλές θερμοκρασίες «υποχρεώνουν» τους ανθρώπους να συγχρωτίζονται σε κλειστούς χώρους που δεν αερίζονται το ίδιο καλά όπως το καλοκαίρι.

Το ζήτημα είναι περίπλοκο, αφού ο καιρός επηρεάζει το περιβάλλον στο οποίο επιβιώνει ο ιός πριν μολύνει έναν νέο ξενιστή. Επηρεάζει όμως παράλληλα και την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Τέξας, που δημοσιεύθηκε στο International Journal of Environmental Research and Public Health παρουσίασε ευρήματα που υποστηρίζουν πως θερμοκρασία και υγρασία δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση του κοροναϊού. Κάτι που σημαίνει πως ο ιός είναι το ίδιο μεταδοτικός είτε κάνει κρύο, είτε ζέστη και η μετάδοση από το ένα άτομο στο άλλο εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την ανθρώπινη συμπεριφορά.

«Η επίδραση του καιρού είναι μικρή και άλλα χαρακτηριστικά όπως η κινητικότητα έχουν μεγαλύτερη επίπτωση από τον καιρό. Στο πλαίσιο της σχετικής σημασίας, ο καιρός είναι μια από τις τελευταίες παραμέτρους», αναφέρει χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της έρευνας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, Dev Niyogi.

Η μελέτη καθόρισε τον καιρό ως «ισοδύναμη θερμοκρασία αέρα», η οποία συνδυάζει τη θερμοκρασία και την υγρασία σε μία μεμονωμένη τιμή. Στη συνέχεια οι επιστήμονες ανέλυσαν το πώς η τιμή αυτή κατέγραφε την εξάπλωση του κοροναϊού από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούλιο, με την κλίμακα να κυμαίνεται από τις πολιτείες των ΗΠΑ, μέχρι περιοχές, χώρες και το σύνολο του κόσμου.

Στην κλίμακα των πολιτειών των ΗΠΑ, οι ερευνητές διερεύνησαν, επίσης, τη σχέση ανάμεσα στη μόλυνση από κοροναϊό και την ανθρώπινη συμπεριφορά, χρησιμοποιώντας δεδομένα από κινητά τηλέφωνα για να μελετήσουν τις συνήθειες των μετακινήσεων.

Η μελέτη εξέτασε την ανθρώπινη συμπεριφορά σε ένα γενικό πλαίσιο και δεν προσπάθησε να τη συνδέσει με το πώς μπορεί να έχει επηρεαστεί από τον καιρό. Σε κάθε κλίμακα, οι ερευνητές προσάρμοσαν τις αναλύσεις τους έτσι ώστε οι πληθυσμιακές διαφορές να μην επηρεάσουν τα αποτελέσματα.

Ανάμεσα στις κλίμακες, οι ερευνητές βρήκαν ότι ο καιρός δεν είχε σχεδόν καμία επιρροή. Όταν συγκρίθηκε με άλλους παράγοντες χρησιμοποιώντας στατιστικές μετρήσεις που καταρρίπτουν τη σχετική συμβολή του κάθε παράγοντα έναντι κάποιου συγκεκριμένου αποτελέσματος, η σχετική σημασία του καιρού σε κλίμακα πολιτείας ήταν λιγότερο από 3%, χωρίς καμία ένδειξη ότι ένας συγκεκριμένος τύπος καιρού ενίσχυε την εξάπλωση περισσότερο από κάποιο άλλο.

Αντίθετα, τα δεδομένα έδειξαν τη σαφή επίδραση της ανθρώπινης συμπεριφοράς -και τη μεγεθυμένη επίδραση των ατομικών συμπεριφορών. Τα ταξίδια και ο χρόνος εκτός σπιτιού ήταν οι δύο κορυφαίοι παράγοντες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της Covid-19, με μια σχετική σημασία περίπου στο 34% και 26% αντίστοιχα. Οι επόμενοι δύο σημαντικότεροι παράγοντες ήταν ο πληθυσμός και η αστική πυκνότητα, με σχετική σημασία περίπου στο 23% και 13% αντίστοιχα.

«Δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι το πρόβλημα καθοδηγείται από τον καιρό και το κλίμα. Πρέπει να λαμβάνουμε ατομικές προφυλάξεις και να γνωρίζουμε τους παράγοντες της αστικής έκθεσης», σημειώνει Sajad Jamshidi, ερευνητικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο Purdue και ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης.

Οι μέχρι τώρα μελέτες είχαν πραγματοποιηθεί σε εργαστηριακό περιβάλλον με σχετικούς ιούς, ενώ η παρούσα μελέτη αναδεικνύει πόσο σημαντικές είναι οι μελέτες που αναλύουν την εξάπλωση του κοροναϊού στις κοινότητες. Όταν κάτι μελετάται στο εργαστήριο, το περιβάλλον είναι ελεγχόμενο. Η αντιστοιχία με την ανθρώπινη κοινότητα είναι δύσκολη γι’ αυτό ήταν αναγκαίο να γίνει μια πιο εκτενής μελέτη υπό κανονικές συνθήκες, καταλήγουν οι ερευνητές.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει