Τουλάχιστον το 50% των μολύνσεων Covid-19 είναι από ασυμπτωματικούς

Μια νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο διαπίστωσε ότι κατά τη διάρκεια του αρχικού κύματος της επιδημίας Covid-19 στη Νέα Υόρκη, μόνο μία στις πέντε και μία στις επτά περιπτώσεις κοροναϊού ήταν συμπτωματική.

Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι οι μη συμπτωματικές περιπτώσεις συμβάλλουν ουσιαστικά στην μετάδοση, αποτελώντας τουλάχιστον το 50% της κινητήριας δύναμης της λοίμωξης SARS-CoV-2.

Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στις 10 Φεβρουαρίου 2021, στα Πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών.

Όταν η επιδημία Covid-19 έφτασε στις ΗΠΑ, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι ήταν πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί ποιο ποσοστό των ατόμων που είχαν μολυνθεί με SARS-CoV-2 θα συνέχιζαν να αναπτύσσουν συμπτώματα, εν μέρει επειδή αρχικά η δυνατότητα να γίνουν τεστ ήταν περιορισμένη.

«Χωρίς δεδομένα από τα τεστ, ήταν πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί η διαφορά μεταξύ των περιπτώσεων που δεν είχαν αναφερθεί λόγω έλλειψης τεστ και εκείνων που ήταν πραγματικά ασυμπτωματικές», λέει ο πρώτος συγγραφέας της μελέτης Rahul Subramanian, διδακτορικός φοιτητής επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.

«Θέλαμε να διαχωρίσουμε αυτά τα δύο πράγματα και δεδομένου ότι η Νέα Υόρκη ήταν μια από τις πρώτες πόλεις που ανέφεραν τον ημερήσιο αριθμό τεστ που ολοκληρώθηκαν, μπορέσαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτούς τους αριθμούς για να εκτιμήσουμε πόσες περιπτώσεις Covid-19 ήταν συμπτωματικές».

Παρόλο που υπάρχουν ορισμένα μοντέλα που χρησιμοποιούν επιδημιολογικά δεδομένα για να εκτιμήσουν μη ανιχνευμένους αριθμούς περιπτώσεων κοροναϊού και ρυθμούς μετάδοσης, αυτό είναι το πρώτο μοντέλο που ενσωματώνει δεδομένα σχετικά με την ημερήσια διενέργεια τεστ και τις αλλαγές στα ποσοστά των τεστ με την πάροδο του χρόνου, ώστε να παράσχει μια περισσότερο ακριβή εικόνα σχετικά με το ποιο ποσοστό των λοιμώξεων του SARS-CoV-2 είναι συμπτωματικές σε μια μεγάλη πόλη.

«Η ενσωμάτωση αυτών των δεδομένων στο μοντέλο έδειξε ότι το ποσοστό των ατόμων που είναι συμπτωματικά για την Cοvid-19 κυμαίνεται μεταξύ 13%-18%», δήλωσε η ανώτερη συγγραφέας Mercedes Pascual, καθηγήτρια Οικολογίας και Εξέλιξης του Πανεπιστημίου του Σικάγο.

«Και ανεξάρτητα από την αβεβαιότητα σε όλες τις άλλες παραμέτρους, μπορούμε να πούμε ότι περισσότερο από το 50% της μετάδοσης που συμβαίνει στην κοινότητα προέρχεται από άτομα χωρίς συμπτώματα, δηλαδή από αυτούς που είναι ασυμπτωματικοί και προ-συμπτωματικοί», τονίζει.

Παρόλο που αυτή η ανάλυση δεδομένων δεν καταδεικνύει πόσο μολυσματικά είναι κάποια ασυμπτωματικά άτομα, ούτε λαμβάνει υπόψιν τις νέες παραλλαγές (μεταλλάξεις) του ιού που εξαπλώνονται επί του παρόντος σε ολόκληρο τον κόσμο, εντούτοις δείχνει πόσο σημαντική είναι η τήρηση των μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας, προκειμένου να μειωθεί η μετάδοση στην κοινότητα από άτομα που δεν παρουσιάζουν συμπτώματα. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία τώρα που οι νέες μεταλλάξεις έχει γίνει γνωστό ότι είναι ακόμα περισσότερο μεταδοτικές, επομένως η μη τήρηση αποστάσεων και η «συνάντηση» με κάποιο ασυμπτωματικό άτομο θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα.

«Ακόμα κι αν οι ασυμπτωματικοί άνθρωποι δεν μεταδίδουν τον ιό σε υψηλά ποσοστά, αποτελούν περίπου το 80% όλων των λοιμώξεων», δήλωσε ο συν-συγγραφέας Qixin He, βοηθός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Purdue.

«Αυτό το ποσοστό είναι αρκετά εντυπωσιακό. Είναι ζωτικής σημασίας όλοι -συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που δεν εμφανίζουν συμπτώματα- να τηρούν τις οδηγίες για τη δημόσια υγεία, όπως η χρήση μάσκας και η κοινωνική απόσταση.

Οι ερευνητές λένε ότι αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν επίσης ότι οι οργανισμοί δημόσιας υγείας πρέπει να δημοσιοποιήσουν τα πρωτόκολλα και τους αριθμούς των τεστ τους, ώστε να επιτρέψουν την ενσωμάτωση αυτών των δεδομένων σε υπάρχοντα μοντέλα μετάδοσης.

«Η διάθεση αυτών των πληροφοριών είναι εξίσου σημαντική με την αναφορά του αριθμού των περιπτώσεων», δήλωσε η Pascual, κορυφαία επιστήμονας στον τομέα του τρόπου με τον οποίο η ασθένεια κινείται μέσω πληθυσμών.

«Διαφορετικά, έχουμε μια απόκλιση μεταξύ του αριθμού και του τύπου των περιπτώσεων που αναφέρονται με την πάροδο του χρόνου και της υποκείμενης δυναμικής μετάδοσης. Αυτά τα δεδομένα είναι κρίσιμα για την επιδημιολογική μοντελοποίηση», καταλήγει.

Πηγή: Πρακτικά Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ

Μπορεί επίσης να σας αρέσει