Η ανάλυση της τρίχας μπορεί να αποκαλύψει αν οι ηλικιωμένοι έχουν αυξημένα επίπεδα στρεσογόνων ορμονών που μπορεί να θέσουν τη ζωή τους σε κίνδυνο για καρδιακή νόσο ή εγκεφαλικό επεισόδιο, σύμφωνα με μελέτη.
Σε αντίθεση με την εξέταση αίματος που παρέχει πληροφορίες για τα επίπεδα των ορμονών του άγχους σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, η ανάλυση ενός σκέλους της τρίχας μπορεί να αποκαλύψει τα επίπεδα της κορτιζόλης, ορμόνης του στρες, για χρονικό διάστημα κάποιων μηνών, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism και διαπιστώνει πως οι ηλικιωμένοι με τα υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης, μακροπρόθεσμα είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν καρδιακές παθήσεις.
«Οπως και η υψηλή αρτηριακή πίεση ή το κοιλιακό λίπος, τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν πως τα αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης είναι ένα σημαντικό μήνυμα πως ένα άτομο αντιμετωπίζει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου», αναφέρει η επικεφαλής συγγραφέας Δρ Λόρα Μάνενσχεν, του Ιατρικού Κέντρου Εράσμους στην Ολλανδία.
«Επειδή το τριχωτό της κεφαλής μπορεί να συλλάβει τις πληροφορίες σχετικά με το πώς τα επίπεδα κορτιζόλης έχουν αλλάξει στην πορεία του χρόνου, η ανάλυση των μαλλιών μάς προσφέρει ένα καλύτερο εργαλείο για την αξιολόγηση αυτού του κινδύνου», εξηγεί.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγμα 1,2 ίντσες τρίχας από τα κεφάλια 283 ατόμων, ηλικίας 65 έως 85, και προσδιόρισαν τα επίπεδα της κορτιζόλης των συμμετεχόντων κατά τη διάρκεια των προηγούμενων τριών μηνών. Η ομάδα διαπίστωσε ότι τα άτομα με υψηλά επίπεδα κορτιζόλης είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν ιστορικό στεφανιαίας νόσου, εγκεφαλικού επεισοδίου, περιφερικής αρτηριοπάθειας και διαβήτη.
«Τα δεδομένα έδειξαν μια σαφή σχέση μεταξύ χρονικά αυξημένων επιπέδων κορτιζόλης και καρδιαγγειακών νοσημάτων», επισήμανε η έτερη επικεφαλής συγγραφέας, Δρ Ελίζαμπεθ Φαν Ρόσουμ.
«Απαιτούνται επιπλέον μελέτες για να διερευνηθεί ο ρόλος των μακροπρόθεσμων μετρήσεων της κορτιζόλης ως προγνωστικού δείκτη καρδιαγγειακής νόσου και πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ενημερώσει για τη δημιουργία νέων θεραπειών και στρατηγικών πρόληψης», υποστήριξε.