Πολλοί από εμάς θεωρούν καλύτερο το εμφιαλωμένο νερό. Ομως, πρόσφατα οι ερευνητές ανακάλυψαν Χημικούς Ενδοκρινείς Διαταράκτες (EDC) στο εμπορευματοποιημένο εμφιαλωμένο νερό.
Αυτό αναφέρει νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό PLoS ONE.
Οι Χημικοί Ενδοκρινείς Διαταράκτες είναι τεχνητές ενώσεις που χρησιμοποιούνται ευρέως σε πολλά πλαστικά. Οι ενώσεις αυτές έχει βρεθεί πως παρεμβαίνουν στα ορμονικά συστήματα πολλών οργανισμών, ιδιαίτερα στο αναπαραγωγικό σύστημα.
Μία παλαιότερη μελέτη που είχε γίνει το 2010 σε ποντίκια, είχε δείξει πως οι ενήλικες γυναίκες που είχαν εκτεθεί προγεννητικά σε χημικούς ενδοκρινείς διαταράκτες αντιμετώπιζαν υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού.
Είναι γνωστό ότι πολλοί τύποι EDC βρίσκονται σε πλαστικά που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση τροφίμων και νερού. Πιο πρόσφατα ένας χημικός ενδοκρινής διαταράκτης που ονομάζεται δισφαινόλη Α, βρέθηκε σε πλαστικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή των μπιμπερό.
Εξαιτίας αυτής της μελέτης, οι ερευνητές θέλησαν να διαπιστώσουν αν οι EDC βρίσκονταν σε πλαστικά που χρησιμοποιούνται και στο εμπορευματοποιημένο εμφιαλωμένο νερό και αν ναι, σε ποια απ’ αυτά.
Η έρευνα τούς οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η πλειοψηφία των εμφιαλωμένων νερών που αναλύθηκαν περιείχαν χημικούς ενδοκρινείς διαταράκτες, που θα μπορούσαν να διαταράξουν το ορμονικό σύστημα.
Η ερευνητική ομάδα προχώρησε σε μια ανασκόπηση των δεδομένων από προηγούμενες μελέτες, καθώς και την εξέταση 18 εμφιαλωμένων προϊόντων νερού για να δει αν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία των ενώσεων που μπλοκάρουν την οιστρογονική δράση (αντιοιστρογόνο), καθώς και τη δραστηριότητα που θα αποτρέψει τυχόν βιολογικές επιπτώσεις (αντιανδρογόνα).
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης του δείγματος έδειξαν ότι σε 13 μπουκάλια εμφιαλωμένου νερού υπήρχε αντιοιστρογονική δραστηριότητα, ενώ 16 από τις φιάλες παρουσίαζαν αντιανδρογόνο δράση.
Περαιτέρω έρευνα με προσομοιώσεις φασματομετρίας μάζας επέτρεψαν στους ερευνητές να βρουν το χημικό DEHF (φουμαρικό διαιθυλεξύλιο) που υπάρχει στο νερό. Ωστόσο, οι ερευνητές λένε πως αυτή η ένωση επιδεικνύει μόνο αντιανδρογόνο δράση, που σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι χημικοί ενδοκρινείς διαταράκτες (EDC) στο νερό που… περιμένουν να ανακαλυφθούν.
«Αποδείξαμε ότι αντιοιστρογόνα και αντιανδρογόνα είναι παρόντα στην πλειονότητα των προϊόντων εμφιαλωμένου νερού. Για να προσδιορίσουμε το αίτιο των χημικών, εφαρμόσαμε μια νέα προσέγγιση για να συσχετίσουμε βιολογία και δεδομένα υψηλής ανάλυσης φασματομετρίας μάζας. Ο προσδιορισμός της δομής οδήγησε σε ισομερή μηλεϊνικού – φουμαρικού διοκτυλεστέρα, ως πιθανών υποψηφίων», λένε οι ερευνητές.
«Ενώ η χημική ανάλυση επιβεβαίωσε ότι το φουμαρικό διαιθυλεξύλιο (DEHF) είναι ο υποθετικός ανταγωνιστής υποδοχέας στεροειδών, η ένωση αυτή ήταν ασθενώς αντιοιστρογονική μόνο στις βιολογικές δοκιμασίες. Καταλήγουμε, επομένως στο συμπέρασμα ότι είτε μάς έχει ξεφύγει μια δραστική ένωση, είτε ότι ένα άλλο μηλεϊνικό – φουμαρικό ισομερές που δεν έχουμε τεστάρει, προκαλεί την ανταγωνιστική δράση στο εμφιαλωμένο νερό», προσθέτουν.
Τονίζουν, δε, πως είναι πιο πιθανό να υπάρχει μια χαμένη δραστική ένωση στο νερό, καθώς υπάρχουν στοιχεία που υποστηρίζουν τη συγκεκριμένη εκδοχή. Οπως ακριβώς το DEHF, υπάρχουν κι άλλα ισομερή που είναι αντιοιστρογόνα και αντιανδρογόνα.
«Επιπλέον, τα μηλεϊνικά είναι παρόμοια στη δομή τους με τους φθαλικούς πλαστικοποιητές, που είναι γνωστά αντιανδρογόνα. Ως εκ τούτου, υποθέτουμε ότι οι μηλεϊνικοί – φουμαρικοί διοκτυλεστέρες μπορούν να αποτελέσουν μια νέα ομάδα ανταγωνιστών των υποδοχέων των στεροειδών. Αυτό καταδεικνύει πως παρά την προφανή ομοιότητα με τους χημικούς ενδοκρινείς διαταράκτες οι εν λόγω χημικές ουσίες έχουν μέχρι στιγμής αγνοηθεί από την επιστημονική κοινότητα», εξηγούν.
Επισημαίνουν, ωστόσο, ότι δεν υπάρχουν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία ακόμα που να υποδηλώνουν ότι το φουμαρικό διαιθυλεξύλιο είναι επιβλαβές για τους ανθρώπους και πως απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να καθοριστεί αν η συγκεκριμένη ένωση θα πρέπει να απαγορευτεί σε πλαστικά που χρησιμοποιούνται στην επεξεργασία ή που περιέχουν συγκεκριμένα τρόφιμα. Ελπίζουν, ωστόσο, ότι τα ευρήματα της μελέτης τους θα τονίσουν την δυνητική επίδραση των χημικών ενδοκρινών διαταρακτών σε τρόφιμα, ποτά και καταναλωτικά προϊόντα.