Βρετανοί επιστήμονες ισχυρίζονται πως έχουν βρει έναν τρόπο για τη διάγνωση διαφόρων τύπων της εντερικής νόσου μέσω του ελέγχου των οσμών που εκπέμπονται από τα κόπρανα των ασθενών.
Η δοκιμή αυτή αναλύει τις χημικές ενώσεις που εκπέμπονται και αναγνωρίζει το προφίλ των διαφόρων ασθενειών. Σε μια μελέτη 182 δειγμάτων κοπράνων από ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου και σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, τα αποτελέσματα ήταν κατά 76% ακριβή.
Η ερευνητική ομάδα δήλωσε ότι η δοκιμή μπορεί να παράσχει ακόμα πιο ακριβείς διαγνώσεις.
Η μελέτη του Πανεπιστημίου της Δυτικής Αγγλίας, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal of Breath Research, χρησιμοποίησε ένα σύστημα ελέγχου που χτίστηκε από το συνδυασμό ενός χρωματογράφου αερίων και ενός αισθητήρα μεταλλικού οξειδίου, που αναγνωρίζουν συγκεκριμένα πρότυπα γνωστών ασθενειών.
Αυτά τα πρότυπα που δημιουργούνται από πτητικές οργανικές ενώσεις που εκπέμπονται από τα δείγματα κοπράνων, είναι ένας καλός δείκτης των συνθηκών που επικρατούν στη γαστρεντερική οδό του ασθενούς.
Ο Norman Ratcliffe, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αγγλίας τόνισε πως η «ανάγνωση οσμής» θα φέρει ακόμα πιο ακριβή αποτελέσματα όταν παρθούν περισσότερα δείγματα στο τεστ.
«Υπάρχει ένα τεράστιο ποσό διακυμάνσεων στα δείγματα, εξαιτίας των διαφορετικών τροφών που καταναλώνονται από τους ασθενείς, αλλά έχουμε εκπαιδεύσει το σύστημα να ταιριάζει τα άγνωστα δείγματα στη βάση δεδομένων των προτύπων που έχουν ήδη αποκτηθεί. Με περισσότερα δείγματα, θα έχουμε καλύτερα αποτελέσματα», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η μέθοδος θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, για τη διάγνωση ομάδας ασθενειών, για τις οποίες είναι δύσκολο να γίνει η διάκριση, σύμφωνα με τον καθηγητή.
Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, για παράδειγμα, έχουν πολύ παρόμοια συμπτώματα, κάνοντας την οριστική διάγνωση δύσκολη. Κι όμως πρόκειται για πολύ διαφορετικές συνθήκες.
Το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου είναι μια αυτοάνοση νόσος που προκαλείται από μια απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος σε μικρόβια του εντέρου, που συνήθως διαγιγνώσκεται από την κολονοσκόπηση, ενώ η φλεγμονώδης νόσος είναι μια διαταραχή του πεπτικού σωλήνα, χωρίς γνωστή αιτία, που συχνά διαγιγνώσκεται όταν έχουν αποκλειστεί όλες οι άλλες σοβαρές νόσοι.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο θα μπορούσαν να διακριθούν από τους υγιείς ασθενείς με ακρίβεια που αγγίζει το 79%.
Η διαδικασία αυτή δίνει ελπίδα σε όσους υποφέρουν από μια σειρά παθήσεων του εντέρου.
«Εάν οι ασθενείς μπορούν να διαγνωστούν σωστά από νωρίς, χωρίς επεμβατικές έρευνες, θα εξοικονομηθούν χρήματα, αλλά κυρίως θα επιταχυνθεί η πολυπόθητη θεραπεία για τον ασθενή», καταλήγει ο Ratcliffe.