Οι έγκυες γυναίκες παρουσιάζουν αυξημένη δραστηριότητα στην δεξιά πλευρά του εγκεφάλου, που είναι μια περιοχή που σχετίζεται με συναισθηματικές δεξιότητες, όπως αποκαλύπτει νέα μελέτη.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης ερευνητών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, οι έγκυες γυναίκες είναι περισσότερο ευαίσθητες κατά τη διαδικασία της τεκνοποίησης και αυτό σχετίζεται με τον δεσμό που αναπτύσσουν με το μωρό τους μετά τη γέννα.
Η έρευνα που παρουσιάζεται από την δρα Victoria Bourne του Τμήματος Ψυχολογίας του Royal Holloway στο ετήσιο συνέδριο της Βρετανικής Εταιρείας Ψυχολογίας, αναμένεται να δώσει μια σημαντική εικόνα για το φαινόμενο που αυξάνει την συναισθηματικότητα μιας γυναίκας την περίοδο που εγκυμονεί.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει πως μια ελαφρά μείωση στη μάθηση και τη μνήμη που παρατηρείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, βοηθά την μέλλουσα μητέρα να προετοιμαστεί για τα γνωστικά οφέλη, αμέσως μόλις γεννηθεί το μωρό.
Το 2008 η Αμερικανική Ψυχολογική Ενωση ανέφερε πως ο εγκέφαλος της γυναίκας συρρικνώνεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η Ενωση στηρίχτηκε σε μία μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο American Journal of Neuroradiology, σύμφωνα με την οποία ο όγκος του εγκεφάλου των γυναικών συρρικνώνεται κατά 4% κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και επιστρέφει στο φυσιολογικό του μέγεθος μετά τη γέννα.
Σ’ αυτή την τελευταία μελέτη, η δρ Bourne και οι συνεργάτες της παρατήρησαν ότι σε σχέση με τις νέες μητέρες οι έγκυες γυναίκες χρησιμοποιούν τη δεξιά πλευρά του εγκεφάλου τους περισσότερο όταν κοιτάζουν πρόσωπα που οι εκφράσεις τους είναι συγκινησιακές.
«Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης υπάρχουν αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τα συναισθήματα του προσώπου, που εξασφαλίζουν ότι οι μητέρες είναι νευρολογικά έτοιμες να συνδεθούν με τα μωρά τους κατά τη γέννηση», λέει η δρ Bourne.
Για τη διεξαγωγή της μελέτης τους οι ερευνητές αξιολόγησαν την νευροψυχολογική δραστηριότητα 39 εγκύων και νέων μητέρων, την ώρα που παρατηρούσαν εικόνες ενηλίκων ή παιδιών που είχαν στο πρόσωπό τους θετικές ή αρνητικές εκφράσεις.
Χρησιμοποίησαν ένα τεστ που είναι γνωστό ως τεστ χιμαιρικών προσώπων. Πρόκειται για εικόνες που αποτελούνται κατά το ήμισυ από ένα ουδέτερο πρόσωπο, ενώ το άλλο τους μισό εκφράζει κάποιο συναίσθημα και αυτό σύμφωνα με τους ερευνητές, τούς επιτρέπει να παρατηρήσουν ποια πλευρά του εγκεφάλου χρησιμοποιούσαν οι συμμετέχουσες στη μελέτη για να επεξεργαστούν, είτε τα θετικά, είτε τα αρνητικά συναισθήματα.
Η ομάδα διαπίστωσε πως οι έγκυες γυναίκες απασχολούσαν τη δεξιά πλευρά του εγκεφάλου τους περισσότερο από τις νέες μητέρες κι αυτό συνέβαινε ιδιαίτερα όταν επεξεργάζονταν θετικές εκφράσεις.
«Γνωρίζουμε από προηγούμενες έρευνες πως οι έγκυες γυναίκες και οι νέες μητέρες είναι πιο ευαίσθητες στις συναισθηματικές εκφράσεις, ειδικά όταν πρόκειται για πρόσωπα μωρών. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι οι νέες μητέρες που επιδεικνύουν συμπτώματα επιλόχειας κατάθλιψης ερμηνεύουν μερικές φορές τις συναισθηματικές εκφράσεις του μωρού με περισσότερο μελανά χρώματα απ’ ό,τι ισχύει στην πραγματικότητα. Στα τελευταία στάδια της εγκυμοσύνης ο εγκέφαλος παρουσιάζει πλευρίωση, δηλαδή ένα από τα δύο του ημισφαίρια αποκτά λειτουργική υπεροχή και αυτό είναι το ημισφαίριο που σχετίζεται με το συναίσθημα, έτσι ώστε οποιαδήποτε αυξημένη ευαισθησία στο συναίσθημα του προσώπου καθορίζεται από τη στιγμή που γεννιέται το μωρό», αναφέρει η δρ Bourne.
Πρόσθεσε δε πως η διαλεύκανση των διαδικασιών πίσω από αυτές τις αλλαγές είναι ένα σημαντικό βήμα για να κατανοήσουμε πώς θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον δεσμό της μητέρας με το μωρό της.