Ένα βήμα πιο κοντά σε μια εξέταση αίματος για το Αλτσχάιμερ

Αυστραλοί επιστήμονες είναι πολύ πιο κοντά στην ανάπτυξη μιας εξέτασης προσυμπτωματικού ελέγχου για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου του Αλτσχάιμερ, την κύρια αιτία της άνοιας.
Περίπου 250.000 Αυστραλοί υποφέρουν σήμερα από άνοια και με δεδομένη τη γήρανση του πληθυσμού, αυτός ο αριθμός αναμένεται να αυξηθεί στο ένα εκατομμύριο μέχρι το 2050. Οι ερευνητές προσδιόρισαν βιολογικούς δείκτες που βασίζονται στο αίμα και οι οποίοι σχετίζονται με τη συσσώρευση του β-αμυλοειδούς, μιας τοξικής πρωτεΐνης στον εγκέφαλο, η οποία εμφανίζεται χρόνια προτού εμφανιστούν τα συμπτώματα και προτού έχει συμβεί η μη αναστρέψιμη βλάβη του εγκεφάλου.
«Η έγκαιρη ανίχνευση είναι ζωτικής σημασίας, δίνοντας σε όσους κινδυνεύουν μια πολύ καλύτερη πιθανότητα να λάβουν τη θεραπεία νωρίτερα, πριν να είναι πολύ αργά για να κάνουμε πολλά γι’ αυτό», είπε η Δρ Samantha Burnham της CSIRO’s Preventative Health Flagship.
Αυτή η έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση Μolecular Psychiatry, είναι ένα μόνο μέρος της Australian Imaging and Biomarkers Lifestyle Study of Aging (AIBL), μιας μακροχρόνιας μελέτης σε συνεργασία με επιστημονικούς εταίρους από το Austin Ηealth, το Edith Cowan University, το Florey Institute of Neurosciences και το Mental Health and the National Aging Research Institute. Η μελέτη IBL έχει ως στόχο να ανακαλύψει ποιοι βιοδείκτες, ποια γνωστικά χαρακτηριστικά και ποιοι παράγοντες υγείας και τρόπου ζωής συνδέονται με την ανάπτυξη της νόσου του Αλτσχάιμερ.
«Μια άλλη πρόσφατη μελέτη από την ομάδα AIBL έδειξε ότι τα επίπεδα β-αμυλοειδούς γίνονται ανώμαλα 17 χρόνια περίπου πριν εμφανιστούν τα συμπτώματα άνοιας», είπε η Δρ Burnham. «Αυτό μάς δίνει πολύ περισσότερο χρόνο για να παρέμβουμε και να προσπαθήσουμε να επιβραδύνουμε την εξέλιξη της νόσου».
«Ελπίζουμε ότι η συνέχιση της έρευνάς μας θα οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας διαγνωστικής εξέτασης χαμηλού κόστους για τη νόσο Αλτσχάιμερ μέσα στα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια. Μια εξέταση αίματος θα ήταν το ιδανικό πρώτο στάδιο για να βοηθήσει στον εντοπισμό περισσότερων ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο προτού η διάγνωση επιβεβαιώνεται πιο εξειδικευμένες εξετάσεις».