Ο γάμος απεικονίζει για κάποιους την «αρχή του τέλους» της σεξουαλικής ζωής ενός ζευγαριού. Ωστόσο, αν… καταφέρουν να επιβιώσουν στο γάμο, η σεξουαλική ζωή βελτιώνεται μετά από 50 χρόνια κοινής συμβίωσης.
Αυτό δείχνει νέα μελέτη, σύμφωνα με την οποία ένα ζευγάρι που έχει περάσει μαζί 50 χρόνια κοινής ζωής, μπορεί να βιώσει μια μικρή αύξηση στη σεξουαλική συχνότητα.
Η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο Archives of Sexual Behavior, αναφέρει, επίσης, ότι οι άνθρωποι που έχουν ξαναπαντρευτεί, κάνουν σεξ λιγότερο συχνά απ’ ό,τι αν παραμείνουν στον πρώτο τους γάμο, παρόλο που το σεξ και στη δική τους περίπτωση εξακολουθεί να προσφέρει τα ίδια αυξημένα επίπεδα σωματικής ευχαρίστησης και συναισθηματικής ικανοποίησης.
«Αυτή η μελέτη προσθέτει λίγα αλλά σημαντικά στοιχεία στην έρευνα σχετικά με τη σεξουαλική συμπεριφορά των ενηλίκων μεγαλύτερης ηλικίας», δηλώνει ο συν-συγγραφέας της μελέτης, Jeremy Uecker, επίκουρος καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Baylor στο Ουάκο του Τέξας.
Παρά το γεγονός ότι τα ευρήματα μπορεί να προκαλέσουν έκπληξη σε κάποιους, η νέα μελέτη είναι μόλις ένα μικρό μέρος μιας μεγαλύτερης έρευνας που αξιολογεί τη σεξουαλική δραστηριότητα στη ζωή των ενηλίκων μεγαλύτερης ηλικίας. Πρόσφατα μια άλλη μελέτη ανέφερε ότι το 54% των ανδρών και το 31% των γυναικών άνω των 70 ετών ήταν ακόμα σεξουαλικά ενεργοί.
Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Baylor, το Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνα και το Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, εξέτασαν τη σχέση μεταξύ των σεξουαλικών επιδόσεων και των οικογενειακών χαρακτηριστικών για 1.656 ενήλικες ηλικίας 57 έως 85 ετών, αντλώντας στοιχεία από τη βάση δεδομένων του Εθνικού Προγράμματος Κοινωνικής Ζωής, Υγείας και Γήρανσης.
Συνολικά διαπίστωσαν πως η συζυγική διάρκεια είχε μια καμπυλόγραμμη σχέση (σε σχήμα U) με την συχνότητα που έκανε σεξ το ζευγάρι. Ωστόσο, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι μόνο ένας σχετικά μικρός αριθμός ζευγαριών καταφέρνουν να επιβιώσουν μέχρι την 50ή χρονιά του γάμου τους για να βιώσουν αυτή την αναθέρμανση του σεξουαλικού τους βίου, γεγονός που περιόρισε τη μελέτη τους.
«Επιπρόσθετα, η μελέτη χρησιμοποίησε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή στη ζωή ενός ηλικιωμένου ζευγαριού, ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποδείξει πως η διάρκεια και η τάξη του γάμου ήταν αυτά που προκάλεσαν την αύξηση της σεξουαλικής συχνότητας», όπως αναφέρει ο συν-συγγραφέας της μελέτης, Samuel Stroope, αναπληρωτής καθηγητής της Κοινωνιολογίας, στο Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνα.
Η αίσθηση της μονιμότητας μπορεί να είναι η αιτία
Ο Stroope περιγράφει τα ευρήματα ως «ενδιαφέροντα» για μια αυξανόμενη δημογραφική ομάδα πληθυσμού, της οποίας η σεξουαλική συμπεριφορά σπανίως τυγχάνει να γίνει αντικείμενο μελέτης.
Ως αιτία της αύξησης της σεξουαλικής συχνότητας σ’ αυτή την ηλικία, οι ερευνητές υποδεικνύουν τη μονιμότητα της σχέσης.
«Το ζευγάρι γερνώντας αποκτά εμπειρία και γνώση και αυτό μπορεί να παίξει το ρόλο του. Ο ένας γνωρίζει πια πολύ καλά τον άλλο, υπάρχει υψηλότερο επίπεδο εμπιστοσύνης όταν και οι δύο νοιώθουν ότι ο/η σύντροφός τους δεν πρόκειται να πάει πουθενά. Η προσδοκία ότι η σχέση θα συνεχιστεί δίνει περισσότερο τη δυνατότητα να επενδύσει κάποιος πάνω της και αυτό συμπεριλαμβάνει και τη σεξουαλική πτυχή. Πρόκειται, εξάλλου, για μια ηλικία που οι άνθρωποι είναι κατασταλαγμένοι, τα παιδιά -αν υπάρχουν- είναι τακτοποιημένα και το άγχος λιγότερο», υποστηρίζει.
Η έλλειψη της αίσθησης της μονιμότητας μπορεί να είναι ακριβώς αυτή που έδωσε διαφορετικούς αριθμούς στη μελέτη για τους ηλικιωμένους που βρίσκονται σε δεύτερο γάμο. Οι άνθρωποι που έχουν παντρευτεί ήδη μια φορά στο παρελθόν δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να έχουν τόσο ισχυρή αίσθηση της μονιμότητας.
Βεβαίως, σ’ αυτή την ηλικία έρχονται να προστεθούν και πολλές φυσιολογικές αλλαγές στο σώμα, που επέρχονται με τη γήρανση και οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν τη σεξουαλική ζωή ενός ζευγαριού. Η στυτική δυσλειτουργία, η αρθρίτιδα, η ακράτεια και η φαρμακευτική αγωγή είναι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τη σεξουαλική δραστηριότητα των ηλικιωμένων.
«Τα σωματικά προβλήματα μπορεί να αλλάξουν τη ζωή των ανθρώπων σε ό,τι αφορά το σεξ, καθώς αυτοί μεγαλώνουν. Όμως, ακόμα και έτσι μπορούν να ανακαλύψουν ότι έχουν τη δυνατότητα να έρθουν πιο κοντά. Αρκεί να συζητήσουν με τον σύντροφό τους τις ανάγκες τους και να κατανοήσουν τις δικές του», καταλήγουν οι ερευνητές στην έκθεσή τους.