Μια μελέτη 1.788 ενηλίκων διδύμων είναι η πρώτη που αποδεικνύει πως υπάρχει αλληλεπίδραση ανάμεσα σ’ αυτό που αναφέρεται ως συνήθης διάρκεια ύπνου και στα συμπτώματα κατάθλιψης.
Η μελέτη παρουσιάστηκε στο περιοδικό Sleep και υπογραμμίζει πως αν κάποιος θέλει πραγματικά να επενδύσει στην υγεία του, θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στον ύπνο.
Τα αποτελέσματα της μελέτης υποδεικνύουν ότι η διάρκεια του ύπνου εκτός του κανονικού εύρους μπορεί να αυξήσει τον γενετικό κίνδυνο για καταθλιπτικά συμπτώματα.
Μεταξύ των διδύμων με κανονική διάρκεια ύπνου ανάμεσα σε επτά έως εννέα ώρες ανά νύχτα, η συνολική κληρονομικότητα καταθλιπτικών συμπτωμάτων ήταν 27%. Ωστόσο, η γενετική επίδραση στα συμπτώματα κατάθλιψης αυξήθηκε στο 53% μεταξύ των διδύμων με μικρή διάρκεια ύπνου, πέντε ώρες ανά νύχτα και στο 49% μεταξύ εκείνων που ανέφεραν ότι κοιμούνται 10 ώρες ανά νύχτα.
«Μάς εξέπληξε το γεγονός ότι η κληρονομικότητα των καταθλιπτικών συμπτωμάτων σε δίδυμους με πολύ σύντομο ύπνο ήταν σχεδόν διπλάσια απ’ ό,τι στους δίδυμους με φυσιολογικές ποσότητες ύπνου. Τόσο ο βραχυπρόθεσμος, όσο και ο υπερβολικά μεγάλης διάρκειας ύπνος φαίνεται πως ενεργοποιεί τα γονίδια που σχετίζονται με τα καταθλιπτικά συμπτώματα», τόνισε o δρ Nathaniel Watson, αναπληρωτής καθηγητής Νευρολογίας στο Ιατρικό Κέντρο Υπνου στο Σιάτλ, στην Ουάσινγκτον, κύριος ερευνητής της μελέτης.
Σύμφωνα με τον Watson, η μελέτη δείχνει ότι η βελτιστοποίηση του ύπνου μπορεί να είναι ένας τρόπος για να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα των θεραπειών για την κατάθλιψη, όπως η ψυχοθεραπεία.
Μια άλλη μελέτη 4.175 ατόμων, μεταξύ 11 και 17 ετών, είναι η πρώτη που τεκμηριώνει τις αμοιβαίες επιδράσεις για τη μείζονα κατάθλιψη και τη μικρή διάρκεια ύπνου μεταξύ των εφήβων. Τα αποτελέσματα δείχνουν πως όσοι έφηβοι κοιμούνται έξι ώρες ή και λιγότερο κάθε βράδυ, αυξάνουν τον κίνδυνο για μείζονα κατάθλιψη, η οποία με τη σειρά της αυξάνει τον κίνδυνο για ακόμα πιο μειωμένο ύπνο στους εφήβους.
«Αυτά τα αποτελέσματα είναι σημαντικά, επειδή δείχνουν ότι η στέρηση ύπνου μπορεί να είναι ένας πρόδρομος για τη μείζονα κατάθλιψη στους εφήβους, που συνέβη πριν από άλλα συμπτώματα της κατάθλιψης και των άλλων διαταραχών της διάθεσης», τόνισε ο δρ Robert Roberts, καθηγητής Επιστημών και Συμπεριφοράς στη Σχολή Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας.
Εκτιμάται ότι στις ανεπτυγμένες χώρες οι καταθλιπτικές διαταραχές επηρεάζουν περίπου το 11% των εφήβων, σε κάποιο σημείο της ζωής τους, ενώ ένα ποσοστό 3% έχει βιώσει μια τραυματική καταθλιπτική διαταραχή.