Kυτταρική θεραπεία αφήνει ελπίδες για αντιμετώπιση της λευχαιμίας

Νέα έρευνα αφήνει ελπίδες για την αντιμετώπιση της λευχαιμίας, μέσω κυτταρικής θεραπείας σε ασθενείς με προχωρημένη νόσο, στους οποίους δεν λειτουργούν οι συμβατικές προσεγγίσεις.
Τα ευρήματα της έρευνας που θεωρείται η μεγαλύτερη που έγινε ως τώρα για την προχωρημένη λευχαιμία, δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Science Translational Medicine.
Σύμφωνα με την έρευνα, σε 14 από τους 16 ασθενείς -δηλαδή ποσοστό 88 %- που υποβλήθηκαν σε αγωγή με γενετικώς τροποποιημένες εκδοχές των δικών τους κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος, επιτεύχθηκε πλήρης ύφεση, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, καθώς οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις της θεραπείας πρέπει ακόμα να δοκιμαστούν.
Ο δρ Michel Sadelain, ανώτερος συντάκτης του Κέντρου Μηχανικής Κυττάρων στο Memorial Sloan Kettering στη Νέα Υόρκη, περιγράφει τα αποτελέσματα ως «αξιοσημείωτα», λέγοντας πως δείχνουν ότι η κυτταρική θεραπεία μπορεί να προσφέρει ελπίδα εκεί που οι άλλες θεραπείες έχουν αποτύχει.
«Οι αρχικές μας διαπιστώσεις έχουν πραγματοποιηθεί σε μια μεγαλύτερη ομάδα ασθενών και ψάχνουμε ήδη νέες κλινικές μελέτες για να προχωρήσει αυτή η νέα θεραπευτική προσέγγιση στην καταπολέμηση του καρκίνου», λέει χαρακτηριστικά.
Οι ερευνητές εξέτασαν την προσέγγιση της κυτταρικής θεραπείας σε ασθενείς με έναν τύπο καρκίνου του αίματος που ονομάζεται Β-κυτταρική οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία (B-ALL). Ο συγκεκριμένος τύπος λευχαιμίας είναι δύσκολο να θεραπευτεί, επειδή οι περισσότεροι ασθενείς υποτροπιάζουν μετά τη λήψη της συμβατικής χημειοθεραπείας. Μόνο το 30% επιβιώνει μετά τη χημειοθεραπεία και χωρίς μεταμόσχευση μυελού των οστών οι μακροπρόθεσμες προοπτικές φαντάζουν ζοφερές.
Η προσέγγιση της κυτταρικής θεραπείας που χρησιμοποίησαν οι ερευνητές, που ονομάζεται επίσης ανοσοθεραπεία καρκίνου, περιλαμβάνει εκχύλιση Τ-κυττάρων του ανοσοποιητικού, γενετικά μεταβαλλόμενων, για να αναγνωρίσουν και να καταστρέψουν τα καρκινικά κύτταρα που περιέχουν την πρωτεΐνη CD19, ενώ στη συνέχεια εγχύονται εκ νέου πίσω στον ασθενή.
Το 2013 η ομάδα των ερευνητών ανέφερε πως η κυτταρική θεραπεία της λευχαιμίας οδήγησε σε πλήρη ύφεση 5 από τους 16 ασθενείς που έλαβαν τη συγκεκριμένη θεραπεία.
Αυτή η τελευταία μελέτη περιλαμβάνει τα αποτελέσματα για τους άλλους 11 ασθενείς και αναφέρει ότι συνολικά από τους 16 ασθενείς, το 88% έδειξε μια «πλήρη απόκριση», που σημαίνει ότι δεν υπήρχε μοριακή ένδειξη της νόσου.
Βεβαίως, απομένει να ελεγχθούν οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις της θεραπείας, καθώς κάποιοι από τους ασθενείς επιλέχθηκαν για μεταμόσχευση μυελού των οστών μετά τη θεραπεία, προκειμένου να τούς προσφερθεί μια παρατεταμένη επιβίωση. Η μεταμόσχευση του μυελού των οστών είναι το πρότυπο της περίθαλψης που ακολουθείται και η μόνη μέχρι τώρα θεραπευτική επιλογή για την Β-κυτταρική οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία.
«Σ’ αυτό το σημείο δεν είχαμε την εκτέλεση ενός πειράματος, προσπαθούσαμε να κρατήσουμε τους ανθρώπους ζωντανούς», τόνισε ο δρ Sadelain.
Eπτά από τους 16 ασθενείς υποβλήθηκαν σε μεταμόσχευση μυελού των οστών και δύο απ’ αυτούς πέθαναν από επιπλοκές. Ενας άλλος ασθενής αξιολογείται επί του παρόντος για τη μεταμόσχευση. Οι ερευνητές επισημαίνουν πως ιστορικά μόλις το 5% των ασθενών με υποτροπιάζουσα B-ALL έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε μεταμόσχευση μυελού των οστών.
Από τους υπόλοιπους 8 ασθενείς, τέσσερις έχασαν τη ζωή τους και τέσσερις παραμένουν σε ύφεση, συμπεριλαμβανομένου ενός που είναι ακόμα σε ύφεση πάνω από 2 χρόνια μετά τη λήψη της κυτταρικής θεραπείας.
Η μελέτη προσφέρει επίσης πολύτιμες οδηγίες για το πώς να διαχειριστεί η κυτταρική θεραπεία ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν συμπτώματα τύπου γρίπης, όπως πυρετός, χαμηλή αρτηριακή πίεση, πόνος στους μύες και δυσκολία στην αναπνοή. Η ομάδα των ερευνητών ανέπτυξε ένα τεστ που μπορεί να προσδιορίσει ποιοι ασθενείς διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για το σύνδρομο αυτό.