Το σάκχαρο στο αίμα μιας γυναίκας συχνά είναι υψηλότερο από το φυσιολογικό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ιδιαίτερα κατά το πρώτο και το δεύτερο τρίμηνο, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε θέματα υγείας.
Σχεδόν το 5% των εγκύων γυναικών δεν παράγουν την απαιτούμενη ποσότητα ινσουλίνης που χρειάζονται για την επεξεργασία της επιπλέον γλυκόζης στο σώμα τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος για την εγκυμοσύνη ή ανάπτυξη του λεγόμενου διαβήτη κύησης.
Για το λόγο αυτό το σάκχαρο στο αίμα μιας εγκυμονούσας γυναίκας θα πρέπει να ελέγχεται συνεχώς.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, πάλι, μπορεί το σάκχαρο μιας γυναίκας να πέσει πολύ χαμηλά, ιδιαίτερα αν βιώνει σοβαρές ναυτίες το πρωί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Ο πλακούντας δημιουργεί ορμόνες που μπορούν να περιορίσουν την ποσότητα της ινσουλίνης στο σώμα μιας γυναίκας, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει αύξηση του σακχάρου στο αίμα. Αυτό συμβαίνει συνήθως κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου, όταν οι ορμονικές αλλαγές συμβαίνουν ξαφνικά και μπορεί να συνεχίσουν να επιδεινώνονται, καθώς το έμβρυο μεγαλώνει. Ο διαβήτης κύησης διαγιγνώσκεται συχνά μεταξύ των 24 με 28 εβδομάδων της εγκυμοσύνης. Το πάγκρεας, το αρμόδιο όργανο για την παραγωγή ινσουλίνης στο σώμα, πρέπει να κάνει τρεις φορές περισσότερη ινσουλίνη κατά τη διάρκεια της κύησης, απ’ όση πρέπει να παράγει όταν μια γυναίκα δεν είναι έγκυος. Εάν η παραγωγή ινσουλίνης αποτύχει να συμβαδίσει με τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μιας γυναίκας, τότε μπορεί αυτό να γίνει επικίνδυνα υψηλό.
Ενώ οι περισσότερες έγκυες γυναίκες έχουν μια ελαφρά ανάκαμψη του σακχάρου στο αίμα, αυτή είναι συνήθως εντός ενός αποδεκτού εύρους. Ενα μικρό ποσοστό γυναικών, αποκτούν δυσανεξία στη γλυκόζη, τη ζάχαρη που βρίσκεται στο αίμα και βιώνουν τον διαβήτη κύησης. Αυτές οι γυναίκες θα πρέπει συνήθως να ακολουθήσουν μια συγκεκριμένη διατροφή, να ασκούνται τακτικά και να υποβάλλονται σε εξετάσεις ρουτίνας καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις το πρόβλημα σταματά λίγο μετά τη γέννα, αν και σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις ο διαβήτης κύησης μπορεί να εξελιχθεί σε κανονικό διαβήτη.
Αυτή η αύξηση του σακχάρου στο αίμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να προκαλέσει κάποια προβλήματα υγείας για τη γυναίκα, αλλά τυπικά δεν είναι απειλητική για τη ζωή. Θολή όραση, υπερβολική δίψα ή ούρηση και απώλεια βάρους είναι τα πιο συχνά συμπτώματα. Η κύρια ανησυχία είναι η υγεία του εμβρύου, καθώς τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα μπορεί να προκαλέσουν εκ γενετής ανωμαλίες, αποβολές νωρίς στην εγκυμοσύνη, προβλήματα τοκετού και αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας.
Οταν αφεθεί το πρόβλημα χωρίς θεραπεία, το μωρό μπορεί να έχει χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα, γεγονός που μπορεί να βάλει τη ζωή του σε κίνδυνο αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως.
Το σάκχαρο στο αίμα μιας γυναίκας συνήθως δοκιμάζεται με δείγματα ούρων και μια δοκιμασία ανοχής γλυκόζης κατά τη διάρκεια του δευτέρου τριμήνου. Εάν τα αποτελέσματα από τις δοκιμές αυτές δεν είναι φυσιολογικά, μια γυναίκα θα πρέπει πιθανότατα να κάνει ένα τεστ γλυκόζης για να καθοριστεί αν ο διαβήτης κύησης είναι επικίνδυνος. Αν μια γυναίκα τρέφεται σωστά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και ασκείται, τότε μπορεί να μειώσει σημαντικά τις πιθανότητες εμφάνισης αυτού του προβλήματος.
Σε σπάνιες περιπτώσεις το σάκχαρο στο αίμα μιας γυναίκας μπορεί να πέσει πολύ χαμηλά. Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν μια γυναίκα δεν τρώει αρκετά ή όταν έχει δυσκολία στη διατήρηση των τροφών στο στομάχι, κάτι που είναι συχνό στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου λόγω της ναυτίας. Μία έγκυος θα πρέπει να τρώει ελαφριά γεύματα, αρκετές φορές την ημέρα, για να επιλύσει αυτό το πρόβλημα. Σε σπάνιες περιπτώσεις μια γυναίκα με χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μπορεί να χρειαστεί νοσηλεία.