Τα αυτοαντισώματα είναι αντισώματα -ένας τύπος πρωτεΐνης- που παράγονται από το ανοσοποιητικό σύστημα και στρέφονται εναντίον μίας ή περισσότερων από τις πρωτεΐνες του ατόμου.
Πολλές αυτοάνοσες ασθένειες, όπως ο ερυθηματώδης λύκος, προκαλούνται από τέτοια αυτοαντισώματα.
Σήμερα, νέα αμερικανική έρευνα από το Πανεπιστήμιο Γέιλ βρήκε σημαντικά αυξημένα επίπεδα αυτοαντισωμάτων (ένδειξη η άμυνα του οργανισμού γυρίζει μπούμερανγκ ενάντια στα όργανα και τους ιστούς) σε ασθενείς με Covid-19.
Τα δραματικά αυξημένα επίπεδα των αυτοαντισωμάτων, εξηγούν τα σοβαρά συμπτώματα της Covid-19 και τη μακροχρόνια διάρκειά της σε ορισμένους ανθρώπους, για αρκετό καιρό μετά την αποδρομή του ιού από το σώμα τους.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Yale, με επικεφαλής τους καθηγητές Ανοσοβιολογίας Ακίκο Ιβασάκι και Άαρον Ρινγκ, που έκαναν προδημοσίευση στο medRxiv (δεν έχει υπάρξει ακόμη κανονική δημοσίευση σε επιστημονικό περιοδικό), μελέτησαν 194 ασθενείς με Covid-19 και βρήκαν σημαντικά αυξημένα επίπεδα αυτοαντισωμάτων σε σχέση με 30 υγιείς ανθρώπους που δεν είχαν μολυνθεί από τον SARS-CoV-2.
Καθώς η νόσος εξελίσσεται σε μερικούς ασθενείς, τα αυτοαντισώματά τους τείνουν να αυξηθούν, όπως εξηγεί το ΑΜΠΕ. Το αποτέλεσμα είναι να αποπροσανατολίζεται η άμυνα κατά του κοροναϊού, καθώς τα αυτοαντισώματα, αντί να αδρανοποιούν τις πρωτεΐνες του κοροναϊού, στρέφονται ενάντια στις πρωτεΐνες του ανθρώπινου σώματος.
Διαπιστώθηκε ότι όσα περισσότερα αυτοαντισώματα είχαν οι ασθενείς στο αίμα τους, τόσο πιο δύσκολη ήταν η καταπολέμηση του ιού και κατά συνέπεια τόσο πιο σοβαρή ήταν η Covid-19.
Ενδεικτικά, οι ασθενείς με κοροναϊό είχαν περισσότερα αυτοκαταστροφικά αυτοαντισώματα ακόμη και από τους ανθρώπους με την αυτοάνοση πάθηση του ερυθηματώδους λύκου.
Σε κάποιες περιπτώσεις βρέθηκαν ασθενείς με κοροναϊό που τα αυτοαντισώματά τους επιτίθεντο στα κύτταρα Β (τα κυτταρικά «εργοστάσια» παραγωγής αντισωμάτων) ή στα προστατευτικά Τ-λεμφοκύτταρα. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι όσο περισσότερα διαφορετικά είδη αυτοαντισωμάτων εμφανίζονται σε έναν ασθενή, τόσο χειροτερεύουν τα συμπτώματά του και αυξάνεται ο κίνδυνος θανάτου του.
Όπως δήλωσε στη «Guardian» ο δρ Ρινγκ του Yale, η επιβλαβής δράση των αυτοαντισωμάτων μπορεί να συνεχιστεί και μετά την αποδρομή της λοίμωξης, αφήνοντας έτσι τους ασθενείς να ταλαιπωρούνται για καιρό από διάφορα προβλήματα υγείας.
«Επειδή τα αυτοαντισώματα μπορούν να επιμείνουν για πολύ καιρό, είναι πιθανό ότι μπορεί να συμβάλλουν στην εμφάνιση της μακράς Covid-19. Τα μετα-Covid σύνδρομα εύλογα μπορεί να προκαλούνται από μακράς διάρκειας αυτοαντισώματα, τα οποία επιμένουν για καιρό αφότου ο κοροναϊός έχει φύγει από το σώμα. Αν όντως αυτό συμβαίνει, τότε υπάρχουν ανοσοκατασταλτικές θεραπείες, όπως αυτές για τις ρευματολογικές παθήσεις, που θα μπορούσαν να είναι αποτελεσματικές», ανέφερε.
Οι επιστήμονες γνωρίζουν εδώ και πολλά χρόνια ότι οι αυτοάνοσες παθήσεις, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο λύκος και η πολλαπλή σκλήρυνση (κατά πλάκας) οφείλονται στη δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος που επιτίθεται στο δικό του σώμα.
Λιγότερα πράγματα είναι γνωστά για τις λοιμώξεις από ιούς και κατά πόσο αυτές μπορούν να προκαλέσουν μία παρόμοια αυτοκαταστροφική αντίδραση. Έρευνες βρίσκονται σε εξέλιξη για να διερευνηθεί σε ποιο βαθμό τα αυτοαντισώματα ευθύνονται για τα μακρόχρονα συμπτώματα σε νόσους όπως αυτές που προκαλούν οι ιοί Έμπολα και Τσικουνγκούνια ή σε καρκινοπαθείς μετά από ανοσοθεραπεία.
Η μακρά Covid-19, με συμπτώματα που διαρκούν για μήνες, εκτιμάται ότι εμφανίζεται περίπου στο 10% των ασθενών ηλικίας από 18 έως 49 ετών, με τη συχνότητά της να αυξάνεται περίπου στο 20% στις ηλικίες άνω των 70 ετών.