Καρκίνος: Πώς μια ορμόνη «αφοπλίζει» το ανοσοποιητικό σύστημα

Επιστήμονες στο Ιατρικό Κέντρο UT Southwestern ανακάλυψαν πώς μια ορμόνη συνδέεται με έναν υποδοχέα στα ανοσοκύτταρα, επιτρέποντας στα καρκινικά κύτταρα να διαφύγουν τις άμυνες του οργανισμού. Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο *Nature Immunology*, υποδεικνύει πιθανές νέες κατευθύνσεις στην ανοσοθεραπεία του καρκίνου και μπορεί επίσης να ανοίξει δρόμους για τη θεραπεία φλεγμονωδών και νευρολογικών παθήσεων.
«Τα μυελοειδή κύτταρα είναι από την πρώτη ομάδα ανοσοκυττάρων που στρατολογούνται στους όγκους, αλλά πολύ γρήγορα αυτά τα κύτταρα που καταπολεμούν τον όγκο μετατρέπονται σε κύτταρα που τον υποστηρίζουν. Η μελέτη μας υποδηλώνει ότι οι υποδοχείς σε αυτά τα μυελοειδή κύτταρα διεγείρονται από αυτή την ορμόνη και καταλήγουν να καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστημα», δήλωσε ο Δρ. Cheng Cheng «Alec» Zhang, Καθηγητής Φυσιολογίας στο UT Southwestern. Ο Δρ. Zhang συν-επικεφαλής της μελέτης με τον πρώτο συγγραφέα Δρ. Xing Yang, μεταδιδακτορικό ερευνητή.
Ο Δρ. Zhang σημείωσε ότι οι τρέχουσες ανοσοθεραπείες, όπως οι αναστολείς σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού, ωφελούν μόνο περίπου το 20%-30% των ασθενών. Αυτή η περιορισμένη επιτυχία υποδηλώνει ότι ο καρκίνος χρησιμοποιεί πολλαπλές στρατηγικές για να διαφύγει την ανίχνευση και την καταστροφή από το ανοσοποιητικό σύστημα.
Ανακάλυψη του υποδοχέα LILRB4
Πριν από αρκετά χρόνια, ερευνητές στο εργαστήριο του Δρ. Zhang εξέτασαν πώς μπορούσαν να κατασταθούν τα μυελοειδή κύτταρα, ένας τύπος ανοσοκυττάρων που κανονικά επιτίθενται στον καρκίνο. Εντόπισαν έναν ανασταλτικό υποδοχέα που ονομάζεται LILRB4, και όταν αυτός ο υποδοχέας ενεργοποιούνταν, τα μυελοειδή κύτταρα έχαναν την ικανότητά τους να στοχεύουν τους όγκους.
Βασιζόμενοι σε αυτή την ανακάλυψη, ο Δρ. Zhang, ο Δρ. Yang και η ομάδα τους διεξήγαγαν μια αναζήτηση σε όλο το γονιδίωμα για πρωτεΐνες που αλληλεπιδρούν με τον LILRB4. Ένας ισχυρός υποψήφιος ήταν μια ορμόνη γνωστή ως SCG2. Ενώ προηγούμενες μελέτες υπαινίσσονταν ότι η SCG2 μπορεί να επηρεάζει την ανοσολογική δραστηριότητα, ο ακριβής ρόλος και ο υποδοχέας της δεν είχαν προσδιοριστεί. Εργαστηριακές δοκιμές επιβεβαίωσαν ότι η SCG2 συνδέεται απευθείας με τον LILRB4, πυροδοτώντας έναν καταρράκτη σηματοδότησης που απενεργοποίησε την αντικαρκινική λειτουργία των μυελοειδών κυττάρων και τα εμπόδισε να στρατολογήσουν Τ-κύτταρα για να επιτεθούν στους όγκους.
Σε ποντίκια γενετικά τροποποιημένα ώστε να εκφράζουν την ανθρώπινη μορφή του LILRB4, τα εγχυόμενα καρκινικά κύτταρα που παρήγαγαν SCG2 αναπτύχθηκαν ραγδαία ως όγκοι. Η θεραπεία αυτών των ποντικιών με ένα αντίσωμα που μπλοκάρει τον LILRB4 επιβράδυνε σημαντικά την ανάπτυξη του καρκίνου, όπως και η τεχνητή απομάκρυνση της SCG2 από τον οργανισμό των ζώων.
Συνολικά, αυτά τα πειράματα υποδηλώνουν ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ LILRB4 και SCG2 επιτρέπουν στον καρκίνο να αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα από τα μυελοειδή κύτταρα, τα Τ-κύτταρα και ενδεχομένως άλλους τύπους ανοσοκυττάρων. Ο Δρ. Zhang πρότεινε ότι η διαταραχή αυτής της αλληλεπίδρασης θα μπορούσε κάποια μέρα να προσφέρει μια νέα επιλογή ανοσοθεραπείας για τη θεραπεία του καρκίνου. Αντίθετα, επειδή αυτή η αλληλεπίδραση εξουδετερώνει την ανοσολογική δραστημιότητα των μυελοειδών κυττάρων, η χορήγηση επιπλέον SCG2 θα μπορούσε να αποτελέσει μια πολλά υποσχόμενη θεραπεία για αυτοάνοσες ή φλεγμονώδεις διαταραχές που προκαλούνται από μυελοειδή κύτταρα. Ο Δρ. Zhang και οι συνεργάτες του σχεδιάζουν να διερευνήσουν και τις δύο ιδέες σε μελλοντικές μελέτες.