Ενα τεστ Mantoux (μαντού) είναι μια δερματική δοκιμασία που χρησιμοποιείται για να ελεγχθεί αν κάποιος παρουσιάζει σημάδια έκθεσης σε Mycobacterium tuberculosis, το βακτήριο που προκαλεί φυματίωση.
Αυτό το είδος της δοκιμής μπορεί να παραγγελθεί σε μια ευρεία ποικιλία των περιστάσεων, που μπορεί να κυμαίνονται από μια συνηθισμένη ιατρική εξέταση μέχρι μια εξέταση που γίνεται στο πλαίσιο των απαιτήσεων για μια θέση εργασίας. Επειδή η φυματίωση είναι ιδιαίτερα μεταδοτική, οι άνθρωποι που αναζητούν απασχόληση σε ιδιωτικά σχολεία, σε υγειονομικούς χώρους, ή ακόμα και σε εστιατόρια, δεν αποκλείεται να το συναντήσουν ως όρο απασχόλησης.
Στο συγκεκριμένο τεστ, ένας γιατρός ή επαγγελματίας της υγείας, εγχέει ένα μικρό ποσό πρωτεΐνης από το βακτήριο της φυματίωσης κάτω από το δέρμα του βραχίονα. Η ουσία αυτή είναι γνωστή ως φυματίνη ή καθαρισμένο πρωτεϊνικό παράγωγο (PPD). Δεν μπορεί να προκαλέσει τη φυματίωση, αλλά θα ωθήσει το ανοσοποιητικό σύστημα να αντιδράσει, προκαλώντας την περιοχή του δέρματος στο σημείο που έγινε η ένεση να φουσκώσει, αν κάποιος έχει εκτεθεί ή μολυνθεί με φυματίωση.
Μετά την ένεση, το άτομο στέλνεται σπίτι για δύο έως τρεις ημέρες. Στη συνέχεια, θα πρέπει να επιστρέψει στο γραφείο του γιατρού για την ανάγνωση του τεστ. Σε ένα αρνητικό τεστ, θα συμβεί λίγο έως καθόλου πρήξιμο. Στο θετικό τεστ το δέρμα θα ανυψωθεί περίπου 5-15 χιλιοστόμετρα σε διάμετρο. Αν κάποιος έχει εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, ακόμα και μικρότερη ανάγνωση θεωρείται θετική.
Στα άτομα με παράγοντες κινδύνου για έκθεση στη φυματίωση, το ανασηκωμένο δέρμα θα πρέπει να έχει σηκωθεί τουλάχιστον 10 χιλιοστόγραμμα για να θεωρηθεί θετική η ανάγνωση, ενώ στα άτομα που βρίσκονται σε χαμηλό κίνδυνο η ένδειξη θεωρείται θετική αν το δέρμα έχει σηκωθεί περίπου 15 χιλιοστόμετρα ή περισσότερο σε διάμετρο.
Υπάρχει περίπτωση να πάρει κανείς ένα ψευδές αρνητικό τεστ Μantoux, στην περίπτωση που είχε εκτεθεί ελαφρά ή είχε μολυνθεί και αντιμετωπιστεί με θεραπευτική αγωγή 15 χρόνια πριν από το τωρινό τεστ. Οι άνθρωποι που έχουν μολυνθεί και θεραπευτεί μπορεί να εμφανίσουν ψευδώς θετικά τεστ, όπου μπορεί να μοιάζουν ως ενεργά μολυσμένοι, αλλά δεν μπορούν επί της ουσίας να περάσουν το μικρόβιο σε άλλους, γιατί αυτό δεν είναι παρόν. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να γίνουν πρόσθετες διαγνωστικές εξετάσεις, για να επιβεβαιωθεί πως δεν φέρουν το βακτήριο.
Εάν η δοκιμή Mantoux είναι θετική, ο ασθενής θα πρέπει να συμβουλευτεί το γιατρό που πιθανότατα θα συστήσει περαιτέρω εξετάσεις. Αυτές θα συμπεριλαμβάνουν ακτινογραφίες για να ελεγχθεί η λειτουργία των πνευμόνων. Εάν ο ασθενής έχει πράγματι μια ενεργό φυματίωση, τότε παρέχονται αντιβιοτικά φάρμακα για να εξολοθρευτούν τα βακτήρια στο σώμα. Ενα άτομο στο οποίο το τεστ βγήκε θετικό πρέπει να παραμείνει μακριά από το χώρο εργασίας του, μέχρις ότου τεκμηριωθεί ιατρικά πως έχει απαλλαγεί από το βάκιλο και δεν έχει πια φυματίωση.