Ατομα που έχουν υψηλό καρδιακό ρυθμό σε κατάσταση ηρεμίας βρίσκονται στις ομάδες υψηλού κινδύνου θανάτου, ακόμα κι αν είναι υγιή και σωματικά ενεργά.
Μία συνηθισμένη καρδιακή συχνότητα (ο αριθμός των καρδιακών κτύπων ανά λεπτό) σε κατάσταση ηρεμίας, καθορίζεται από το επίπεδο της φυσικής κατάστασης του ατόμου σε συνδυασμό με τις κυκλοφορούσες ορμόνες και το αυτόνομο νευρικό σύστημα. Ενας ρυθμός μεταξύ 60 και 100 παλμών ανά λεπτό θεωρείται φυσιολογικός.
Οι άνθρωποι που είναι σωματικά ενεργοί, τείνουν να έχουν χαμηλό καρδιακό ρυθμό σε κατάσταση ηρεμίας, ωστόσο ερευνητές του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης ήθελαν να διαπιστώσουν εάν ο καρδιακός ρυθμός σχετίζεται με τον κίνδυνο ενός ανθρώπου να πεθάνει, ανεξάρτητα από το επίπεδο της φυσικής του κατάστασης. Για το λόγο αυτό οι Δανοί ερευνητές εκπόνησαν μια μελέτη για την παρακολούθηση 3.000 ανδρών σε μία περίοδο 16 ετών. Αυτή η μελέτη ξεκίνησε το 1970-71, οπότε και άρχισε να παρακολουθείται η καρδιοαγγειακή υγεία μεσήλικων ανδρών σε 14 μεγάλες εταιρείες στην πρωτεύουσα της Δανίας.
Το 1971 όλοι οι συμμετέχοντες ερωτήθηκαν σχετικά με την υγεία τους και τον τρόπο ζωής τους, για το αν καπνίζουν και αν αθλούνται, ενώ έκαναν και ένα τσεκ-απ. Η καρδιοαγγειακή τους κατάσταση αξιολογήθηκε με ένα τεστ ποδηλασίας σε τρία επίπεδα άσκησης.
Το 1985-86 αυτοί οι άνδρες υποβλήθηκαν σε ένα ακόμα τσεκ-απ που περιελάμβανε μετρήσεις ύψους, βάρους, αρτηριακής πίεσης, λιπιδίων του αίματος και ποσοστών γλυκόζης στο αίμα. Παράλληλα, καταγράφηκε η καρδιακή συχνότητα σε κατάσταση ηρεμίας.
Δεκαέξι χρόνια αργότερα, το 2001, οι ερευνητές έλεγξαν στα εθνικά μητρώα της Δανίας πόσοι απ’ αυτούς τους άνδρες είχαν επιβιώσει. Περίπου τέσσερις στους δέκα άνδρες (ποσοστό 39%) είχαν πεθάνει μέχρι το 2001.
Οπως ήταν αναμενόμενο, η υψηλή καρδιακή συχνότητα σε κατάσταση ηρεμίας βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με τα χαμηλά επίπεδα φυσικής κατάστασης, την υψηλή αρτηριακή πίεση και το βάρος, καθώς και με τα υψηλά ποσοστά λιπιδίων στην κυκλοφορία του αίματος. Αντίστοιχα, οι άνδρες που ήταν σωματικά ενεργοί έτειναν να έχουν χαμηλότερη καρδιακή συχνότητα σε κατάσταση ηρεμίας.
Τα αποτελέσματα έδειξαν πως όσο μεγαλύτερη είναι η καρδιακή συχνότητα σε κατάσταση ηρεμίας, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος θανάτου, ανεξάρτητα από το επίπεδο φυσικής κατάστασης.
Μετά από προσαρμογή των παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα, μια καρδιακή συχνότητα σε κατάσταση ηρεμίας που κυμαινόταν μεταξύ 51 έως 80 κτύπων ανά λεπτό, αποδείχτηκε ότι σχετίζεται με ένα ποσοστό αύξησης του κινδύνου θανάτου της τάξης του 40 με 50%. Αναλόγως, ένα ποσοστό κτύπων μεταξύ 81 έως 90 ανά λεπτό διπλασιάζει τον κίνδυνο θανάτου, συγκριτικά με εκείνους που έχουν χαμηλότερη καρδιακή συχνότητα. Μια καρδιακή συχνότητα σε κατάσταση ηρεμίας που ξεπερνά τους 90 κτύπους ανά λεπτό, τριπλασιάζει τον κίνδυνο.
Με βάση τα ευρήματα της μελέτης τους οι ερευνητές υπολόγισαν ότι για κάθε 10 με 22 πρόσθετους παλμούς ανά λεπτό της καρδιακής συχνότητας σε κατάσταση ηρεμίας αυξάνεται ο κίνδυνος θανάτου κατά 16% συνολικά. Οταν συνυπολογίστηκε και ο παράγοντας του καπνίσματος, έδειξε πως 12 έως 27 επιπλέον καρδιακοί παλμοί ανά λεπτό αυξάνουν τον κίνδυνο θανάτου για τον καπνιστή κατά 20% σε σχέση με ένα ποσοστό 14% αύξησης του κινδύνου για κάθε επιπλέον 4 με 24 κτύπους ανά λεπτό για τους μη καπνιστές.
Οι ερευνητές λένε ότι ένα μέρος της προσοχής τους επικεντρώθηκε στην καρδιακή συχνότητα σε κατάσταση ηρεμίας ως δείκτη μακροζωίας, αλλά δεν ήταν σαφές κατά πόσο η υψηλή καρδιακή συχνότητα είναι απλά ένας δείκτης χαμηλών επιπέδων φυσικής κατάστασης.
Και καταλήγουν: «Βρήκαμε ότι ανεξάρτητα από το επίπεδο φυσικής κατάστασης, τα άτομα με υψηλή καρδιακή συχνότητα σε κατάσταση ηρεμίας διαβιώνουν χειρότερα από εκείνα που έχουν χαμηλότερες καρδιακές συχνότητες. Αυτό σημαίνει πως η υψηλή καρδιακή συχνότητα σε κατάσταση ηρεμίας δεν είναι ένα απλό σημάδι φτώχειας…