Η ανισότητα μεταξύ αγοριών και κοριτσιών στο θέμα της θνησιμότητας, ξεκινά ήδη από τη μήτρα της μητέρας, αλλά οι λόγοι που συμβαίνει αυτό μπορεί να είναι το κλειδί για την πρόληψη των υψηλών ποσοστών του πρόωρου τοκετού.
Μια ομάδα από το Ινστιτούτο Ερευνών Ρόμπινσον του Πανεπιστημίου της Αδελαΐδας, έχει μελετήσει τους υποκείμενους γενετικούς και αναπτυξιακούς λόγους για τους οποίους τα αρσενικά μωρά έχουν γενικά χειρότερα αποτελέσματα από τα θηλυκά, με σημαντικά αυξημένα ποσοστά επιπλοκών της εγκυμοσύνης και προβλημάτων υγείας.
Τα αποτελέσματα, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Molecular Human Reproduction, δείχνουν ότι τα αρσενικά και θηλυκά μωρά αναπτύσσονται με πολύ διαφορετικούς τρόπους και ο πλακούντας διαδραματίζει καίριο ρόλο σ’ αυτές τις διαφορές μεταξύ των φύλων.
«Η έρευνά μας διαπίστωσε ότι υπάρχουν αδιαμφισβήτητες γενετικές και φυσιολογικές διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών που εκτείνονται πέρα από τα όρια της ανάπτυξης των χαρακτηριστικών του φύλου τους», λέει η ανώτερη συντάκτρια της μελέτης, Claire Roberts, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ρόμπινσον.
«Είναι γνωστό εδώ και αρκετό καιρό ότι τα κορίτσια κερδίζουν ξεκάθαρα τη μάχη για την επιβίωση με σημαντικά καλύτερα αποτελέσματα σε ό,τι αφορά τον πρόωρο τοκετό, την θνησιγένεια, τον νεογνικό θάνατο και άλλες επιπλοκές μετά τον τοκετό, όπως η μακροσωμία (ένα μωρό που ζυγίζει περισσότερα από 4-4,5 κιλά). Τα αρσενικά μωρά γενικά αναπτύσσονται ταχύτερα και είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά μωρά. Αυτό συμβαίνει και στους δύο κόσμους, τόσο των ζώων, όσο και των ανθρώπων, αλλά μέχρι τώρα δεν είχαμε πραγματικά καταλάβει τα πώς και τα γιατί», λέει η καθηγήτρια Roberts.
Οι ερευνητές διερεύνησαν κατά πόσον ο τύπος και το σχήμα των γονιδίων που εκφράζονται από τον πλακούντα είναι διαφορετικός για τα αγόρια και τα κορίτσια. Συνέκριναν τα γονίδια που εκφράστηκαν σε 300 δείγματα πλακούντα και διαπίστωσαν ότι περισσότερα από 140 γονίδια εκφράστηκαν διαφορετικά σε όλα τα αρσενικά και θηλυκά δείγματα.
«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι υπάρχει μια διακριτή “προκατάληψη” λόγω φύλου στη ρύθμιση των γονιδίων στον ανθρώπινο πλακούντα. Βρήκαμε ότι με τα θηλυκά μωρά, υπάρχει πολύ υψηλότερη έκφραση των γονιδίων που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του πλακούντα, τη διατήρηση της εγκυμοσύνης και την ανοσολογική ανοχή της μητέρας. Αυτό δείχνει, πως τα κορίτσια είναι πιθανότερο να υιοθετήσουν μια στρατηγική αποστροφής του κινδύνου για την ανάπτυξη και την επιβίωση και μπορεί αυτό κατά κάποιο τρόπο να εξηγήσει τις διαφορές ανάπτυξης των αρσενικών και θηλυκών μωρών στη μήτρα», λέει ο Sam Buckberry, επικεφαλής συγγραφέας από το Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας.
Τα ευρήματα αυτά μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικά στην προσπάθεια καθοδήγησης της μελλοντικής θεραπευτικής αγωγής για τις έγκυες γυναίκες και τα νεογνά.