Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι η έλλειψη ικανότητας της καρδιάς να κυκλοφορεί επαρκώς το αίμα στο σώμα, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ικανοποιηθούν απαραίτητες λειτουργίες και μεταβολικές ανάγκες που αυτό χρειάζεται.
Η πάθηση μπορεί να έχει επιπτώσεις στην δεξιά ή την αριστερή πλευρά ή και στις δύο πλευρές της καρδιάς. Στην δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια η δεξιά κοιλία της καρδιάς δεν αντλεί αρκετό αίμα από την περιφέρεια, προκειμένου να το διοχετεύσει στους πνεύμονες. Η αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια συνεπάγεται την αδυναμία άντλησης οξυγονωμένου αίματος από τους πνεύμονες και προώθησή του προς το υπόλοιπο σώμα. Δεν είναι ασυνήθιστο να εμπλέκονται και οι δύο πλευρές της καρδιάς. Η κατάσταση αυτή μπορεί επίσης να ταξινομηθεί ως συστολική, που σημαίνει πως το μυοκάρδιο δεν μπορεί να αντλήσει ή να διοχετεύσει το αίμα ικανοποιητικά, ή διαστολική που σημαίνει ότι ο αντλητικός θάλαμος της καρδιάς έχει πρόβλημα να γεμίσει επαρκώς με αίμα.
Τα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας περιλαμβάνουν αναπνευστική δυσχέρεια, κόπωση, κατακράτηση υγρών και προβλήματα ύπνου. Οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν μια ποικιλία συμπτωμάτων και συχνά εμφανίζονται αργά. Οταν ένας ασθενής έχει τέτοια συμπτώματα, ένας γιατρός μπορεί να πραγματοποιήσει μια αξιολόγηση, να προχωρήσει στην οριστική διάγνωση και να αρχίσει να παρέχει θεραπείες.
Αυτές περιλαμβάνουν διατροφικές προσαρμογές, φάρμακα και χειρουργικές επεμβάσεις σε ορισμένες περιπτώσεις. Οσο νωρίτερα ο γιατρός αναγνωρίσει την καρδιακή ανεπάρκεια, τόσο περισσότερες θεραπευτικές επιλογές θα είναι διαθέσιμες.
Οι ασθενείς που πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια αναπτύσσουν μια σειρά από συμπτώματα που σχετίζονται με μειωμένη καρδιακή λειτουργία. Συχνά, τα σημάδια έγκαιρης προειδοποίησης είναι κόπωση και αδυναμία. Οι άνθρωποι μπορεί να αισθάνονται ζαλισμένοι και αποπροσανατολισμένοι, ενώ στέκονται όρθιοι και μπορούν να αναπτύξουν σύγχυση, εξαιτίας αλλαγών στη χημεία του αίματος και κακής κυκλοφορίας στον εγκέφαλο. Η εμφάνιση αυτών των συμπτωμάτων μπορεί να είναι τόσο σταδιακή, ώστε τα μέλη της οικογένειας και οι φίλοι, ενδέχεται να τα παρατηρήσουν πριν το κάνει ο ίδιος ο ασθενής. Οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί σε συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας σε ηλικιωμένους ενήλικες, καθώς αυτοί διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο.
Τα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας συχνά περιλαμβάνουν τους πνεύμονες. Οι ασθενείς μπορεί να έχουν δυσκολία στην αναπνοή, ειδικά όταν είναι ξαπλωμένοι. Συνήθως, βήχουν και έχουν συριγμό πιο έντονα από το κανονικό και μπορεί να παράγουν περισσότερα πτύελα. Ο καρδιακός ρυθμός μπορεί επίσης να αλλάξει, να γίνει πιο έντονος από το κανονικό κατά τη διάρκεια της άσκησης και ορισμένοι ασθενείς πρέπει να σταματήσουν να ασκούνται εντελώς, επειδή η κόπωση και η δυσκολία στην αναπνοή γίνονται συντριπτικές. Οι ασθενείς μπορεί αρχικά να παρατηρήσουν ότι ενδιαφέρονται λιγότερο για άσκηση, αποφεύγοντάς την ασυνείδητα λόγω του πόνου και της κόπωσης που σχετίζονται με την προσπάθεια, ακριβώς λόγω της καρδιακής ανεπάρκειας.
Η κατακράτηση νερού μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας όπως οίδημα των άκρων, αυξημένη ούρηση και συσσώρευση υγρού στην κοιλιά. Μερικοί ασθενείς έχουν ναυτία, διάρροια και κάνουν εμετό, λόγω πίεσης στην κοιλιακή χώρα, ενώ μπορεί να έχουν έλλειψη όρεξης. Η συσσώρευση υγρών μπορεί να προκαλέσει αύξηση του σωματικού βάρους, ακόμη και όταν οι ασθενείς δεν τρώνε καλά και η κοιλιά μπορεί να εμφανίζεται φουσκωμένη και διογκωμένη. Το να ξαπλώνει κανείς μπρούμυτα μπορεί σ’ αυτή την περίπτωση να γίνει εξαιρετικά δυσάρεστο.
Τα συμπτώματα της πρώιμης καρδιακής ανεπάρκειας μπορεί να είναι ασαφή, καθώς είναι πολλές οι καταστάσεις, που προκαλούν κόπωση για παράδειγμα. Οσο η κατάσταση εξελίσσεται και εμφανίζονται περισσότερα συμπτώματα, θα περιοριστούν οι επιλογές άλλων ιατρικών καταστάσεων, γεγονός που θα διευκολύνει το γιατρό σε ό,τι αφορά τη διάγνωση. Οι ασθενείς που αναζητούν νωρίς τη θεραπεία μπορεί να είναι σε θέση να επιβραδύνουν ή να σταματήσουν τη βλάβη στην καρδιά και σε άλλα όργανα, επεκτείνοντας τη ζωή τους και βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής. Η προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια είναι πολύ πιο δύσκολη στη θεραπεία και μπορεί να απαιτεί νοσηλεία, προκειμένου να σταθεροποιηθεί ο ασθενής.