Τα παιδιά (έφηβοι) που παρουσιάζουν προβλήματα συμπεριφοράς, γίνονται σεξουαλικά ενεργά πιο νωρίς από ό,τι τα συνομήλικά τους που δεν παρουσιάζουν τέτοιου είδους προβλήματα, σύμφωνα με μελέτη.
Το σεξ που γίνεται από πολύ νωρίς, δηλαδή πριν από την ηλικία των 16, αυξάνει τον κίνδυνο εγκυμοσύνης των εφήβων, τη συντροφική βία, τις σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις και άλλα αρνητικά αποτελέσματα για την υγεία, όπως υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι οι συμπεριφορές όπως η συχνή αντίρρηση των παιδιών σ’ αυτά που τους λένε ή η παραβατικότητα σχετίζονται με πρώιμη σεξουαλική δραστηριότητα και εφηβικές εγκυμοσύνες, ωστόσο η νέα μελέτη είναι μεγαλύτερη και πιο ισχυρή, όπως αναφέρει η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Rachel Skinner από το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ στην Αυστραλία.
«Ήμασταν σε θέση να διαχωρίσουμε τη σχέση αυτή από πολλούς άλλους παράγοντες γνωστών κινδύνων και να αποδείξουμε ότι τα προβλήματα της συμπεριφοράς είναι ένας ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας πρώιμης σεξουαλικής δραστηριότητας», τόνισε.
Η ομάδα της Skinner χρησιμοποίησε στοιχεία από μια μακροχρόνια μελέτη που ξεκίνησε το 1989 και ακολούθησε σχεδόν 3.000 παιδιά από την Αυστραλία και τις οικογένειές τους από τη γέννησή τους μέχρι την ηλικία των 17.
Μέχρι αυτή την ηλικία, το 44% των αγοριών και το 50% των κοριτσιών δήλωσαν ότι είχαν σεξουαλικές επαφές. Συνολικά, σχεδόν το 22% των αγοριών και το 25% των κοριτσιών δήλωσαν ότι είχαν αρχίσει πριν από την ηλικία των 16, συνήθως γύρω στην ηλικία των 15.
Οι γονείς απάντησαν σε ερωτήσεις σχετικά με την εσωστρέφεια στη συμπεριφορά των παιδιών, όπως η απομόνωση, οι σωματικές ενοχλήσεις, το άγχος, η κατάθλιψη ή την εξωστρέφειά τους, όπως η επιθετικότητα και η εγκληματική συμπεριφορά.
Τα παιδιά με συνολικό σκορ συμπεριφοράς αρκετά υψηλό για να θεωρηθεί προβληματικό, ήταν πιο πιθανό από τους συνομηλίκους τους να κάνουν σεξ πριν από τα 16 χρόνια τους.
Η υψηλή βαθμολογία σε ό,τι αφορούσε την εξωτερίκευση επιθετικής συμπεριφοράς συνδέθηκε με το σεξ πριν από τα 16, τόσο για τα αγόρια, όσο και τα κορίτσια, αλλά η εσωστρέφεια στη συμπεριφορά τους σχετίστηκε με πρώιμη σεξουαλική δραστηριότητα μόνο για τα αγόρια, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Pediatrics.
Η κακή συμπεριφορά από την ηλικία των 5 ετών για τα αγόρια και των 10 ετών για τα κορίτσια, αύξησε την πιθανότητα να έχουν σεξουαλική επαφή πριν από την ηλικία των 16 ετών, όταν οι συγγραφείς συνυπολόγισαν και άλλους παράγοντες, όπως η ηλικία των γονιών, το μορφωτικό επίπεδο και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση.
Οι ερευνητές μπορούν να κάνουν μόνο εικασίες σχετικά με τους λόγους που η επιθετικότητα ή η παραβατικότητα συνδέθηκαν με πρόωρη σεξουαλική δραστηριότητα.
«Γνωρίζουμε ότι οι νέοι άνθρωποι που επιδεικνύουν τέτοιου είδους εξωστρεφή συμπεριφορά είναι πιο πιθανό να αναλάβουν ρίσκα και κινδύνους και να αναζητούν την αίσθηση της περιπέτειας. Είναι πιο πιθανό να αναλάβουν φυσικούς κινδύνους, για παράδειγμα να κάνουν ιππασία, να τρέχουν με μοτοσικλέτες ή να κάνουν σκέιτμπορντ. Ετσι και το σεξ θα μπορούσε να είναι για τα παιδιά αυτά ένα μέρος του σχεδίου ανάληψης ρίσκου και κινδύνου», τόνισε η Skinner.
«Η παραβατική συμπεριφορά προκύπτει όταν ένα παιδί δεν καταλαβαίνει ή δεν νοιάζεται για τις συνέπειες που θα προκύψουν», τονίσει από την πλευρά της η Patricia A. Cavazos-Rehg, επίκουρη καθηγήτρια Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον.
«Ανεξάρτητα από το ποια είναι η συμπεριφορά του, αν το παιδί δεν κατανοεί ή δεν νοιάζεται για τις συνέπειες, τότε θα παρουσιάσει σίγουρα αποκλίνουσα συμπεριφορά, αν προκύψει ο πειρασμός. Ένα άτομο με προβλήματα αυτορρύθμισης ως παιδί, είναι λογικό να έχει προβλήματα ως έφηβος, εκτός αν κάποιος ή κάτι παρέμβει για να το βάλει σε τροχιά», επισημαίνει.
Τόσο για τα αγόρια, όσο και για τα κορίτσια, η νεαρή ηλικία της μητέρας, το χαμηλότερο επίπεδο μητρικής εκπαίδευσης, η ενδεχόμενη απουσία του πατέρα, είτε δεν ζει είτε είναι χωρισμένος με τη μητέρα, οι γονείς καπνιστές ή χρήστες ναρκωτικών, αυξάνουν τον κίνδυνο για πρόωρη σεξουαλική επαφή.
«Πρέπει να κατανοήσουμε τους παράγοντες κινδύνου και να χρησιμοποιήσουμε αυτή την κατανόηση για να εντοπίσουμε τα παιδιά που είναι ιδιαίτερα ευάλωτα και να βεβαιωθούμε ότι λαμβάνουν στήριξη προκειμένου να συνεχίσουν το σχολείο τους, να βάλουν στόχους για καριέρα ή δουλειά μετά το σχολείο και να διασφαλίσουμε ότι έχουν πάρει επαρκή εκπαίδευση για την σεξουαλική υγεία και τις σεξουαλικές σχέσεις από νεαρή ηλικία», καταλήγει η Skinner.