Νέες έρευνες δείχνουν ότι ο διαβήτης και ο καρκίνος θα μπορούσαν να διαγνωστούν χρησιμοποιώντας ένα αβλαβές στέλεχος του βακτηρίου Escherichia coli (E. coli).
Σύμφωνα με δύο μελέτες που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Science Translational Medicine και οι οποίες εξέτασαν τη διαγνωστική δυναμική του E.Coli (μια που ανιχνεύεται καρκίνος και μια που ανιχνεύεται ο διαβήτης) οι ερευνητές σημείωσαν ότι ένα αβλαβές στέλεχος της E.coli είναι ικανό να τους προειδοποιεί για την παρουσία ασθενειών.
Η ερευνητική ομάδα στο Γαλλικό Ινστιτούτο Υγείας και Ιατρικής Έρευνας (INSERM) κατασκεύασε το στέλεχος E.coli για τον εντοπισμό των δεικτών διαβήτη στα ούρα. Μόλις παρουσιάζεται κάτι ο E.coli θα παράγει ένα μόριο που αλλάζει το χρώμα των ούρων.
Η τεχνική είναι εξαιρετικά υποσχόμενη, επειδή μπορεί να ανιχνεύει μικροσκοπικές ποσότητες των χημικών ουσιών που θα μπορούσαν να υποδεικνύουν διαβήτη. Αφού ανέπτυξαν την έρευνα οι επιστήμονες, είδαν ότι θα μπορούσε να οδηγήσει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε διαγνωστικές τεχνικές για τον διαβήτη. Θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει στην ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών διαγνωστικών τεχνικών και για άλλες ασθένειες.
Η μελέτη του διαβήτη διεξήχθη χρησιμοποιώντας τα ούρα των ανθρώπων, με ένα μείγμα από διαβητικά και μη διαβητικά ούρα.
Ο διαβήτης συνδέεται επίσης με διάφορους τύπους καρκίνου. Ειδικότερα, τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 έχουν περισσότερο από διπλάσιο κίνδυνο της διάγνωσης του καρκίνου του ήπατος. Σε μια άλλη, παρόμοια μελέτη, μια ομάδα ερευνητών από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) χρησιμοποίησαν την μηχανική των βακτηρίων E.coli για τον εντοπισμό όγκων στο ήπαρ.
«Αυτό το είδος των διαγνωστικών θα μπορούσε να είναι χρήσιμο για την παρακολούθηση ασθενών με όγκο του παχέος εντέρου, αφού αυτός έχει αφαιρεθεί επειδή υπάρχει κίνδυνος για υποτροπή στο ήπαρ», δήλωσε ο συγγραφέας της μελέτης Sangeeta Bhatia, καθηγητής επιστημών της υγείας και της ηλεκτρικής μηχανικής και της επιστήμης των υπολογιστών στο MIT.
Η μελέτη του καρκίνου του ήπατος διεξήχθη σε ποντίκια, τα οποία δεν παρουσίασαν επικίνδυνες παρενέργειες για μέχρι και ένα έτος μετά την μελέτη. Ακόμα κι έτσι, οι ερευνητές επιθυμούν να κάνουν περισσότερες δοκιμές για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια της τεχνικής πριν προσπαθήσουν να την χρησιμοποιήσουν σε ανθρώπους.