Ο μεσαιωνικός «Μαύρος Θάνατος» ή «Μαύρη Πανώλη» που είχε ως αποτέλεσμα τον αφανισμό του 1/3 του ευρωπαϊκού πληθυσμού, οδήγησε σε καλύτερη υγεία και συνθήκες ζωής τις μελλοντικές γενιές.
Αυτό προέκυψε από μια ανάλυση σκελετών από νεκροταφεία του Λονδίνου.
Το 1347 γενοβέζικα εμπορικά πλοία μετέφεραν ετοιμοθάνατους από τη Μαύρη Θάλασσα στη Σικελία και μαζί τους την ασθένεια της πανώλης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η πανώλη (βουβωνική ή σηψαιμική και πνευμονική) μεταδόθηκε ταχύτατα εξαιτίας των κακών συνθηκών υγιεινής, της έλλειψης ιατρικών γνώσεων και των δεισιδαιμονικών προλήψεων, αρχικά στην Ιταλία και τη Γαλλία και στη συνέχεια στην Αγγλία και τις Κάτω Χώρες, για να πλήξει τελικά ολόκληρη την Ευρώπη και να αφανίσει το ένα τρίτο του πληθυσμού της «Γηραιάς Ηπείρου».
Δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν στην επιδημία, σύμφωνα όμως με πρόσφατη μελέτη αυτό ακριβώς το γεγονός στάθηκε αφορμή οι απόγονοι των Ευρωπαίων του Μεσαίωνα να έχουν καλύτερη υγεία. Αυτό συνέβη επειδή οι άνθρωποι επωφελήθηκαν από την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και την καλύτερη διατροφή στον απόηχο εκείνης της καταστροφής.
Το γεγονός αυτό αποτελεί απόδειξη για τη μεγάλη δύναμη που έχει μια μολυσματική ασθένεια να αναδιαμορφώσει τα πρότυπα υγείας στους πληθυσμούς της Γης, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Ο «Μαύρος Θάνατος» έφτασε να σκοτώσει ακόμα και το 50% του πληθυσμού της Ευρώπης σε κάποιες χώρες τον 14ο αιώνα, προκαλώντας τον τρόμο, αφού τα θύματα παρουσίαζαν στο δέρμα τους εξογκώματα και μαύρες κηλίδες και στη συνέχεια μέσα σε λίγες ημέρες έχαναν τη ζωή τους. Οι ηλικιωμένοι και οι άρρωστοι διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο να προσβληθούν από τη λοίμωξη, που διαδόθηκε μέσω του φτερνίσματος και του βήχα.

Αυτή η έκρηξη της ασθένειας είχε μεγάλο αντίκτυπο στην κοινωνία, αφού άφησε ολόκληρα χωριά έρμαιο της πείνας, καθώς κανείς δεν πήγαινε στα χωράφια να οργώσει.
Ωστόσο, παρά την ανάλυση των ιστορικών εγγράφων, λίγα είναι γνωστά από τις περιγραφές για τα γενικά ποσοστά υγείας και θανάτου του πληθυσμού πριν και μετά από το ξέσπασμα της ασθένειας.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας με επικεφαλής την Sharon DeWitte, διερεύνησαν πώς οι θάνατοι των ευπαθών ομάδων επηρέασαν τον πληθυσμό του Λονδίνου, μόλις πέρασε η επιδημία.
Ανέλυσαν περίπου 600 σκελετούς που βρίσκονταν θαμμένοι σε νεκροταφεία του Λονδίνου για να εκτιμήσουν τις ηλικιακές ομάδες, τα ποσοστά γεννήσεων και τα αίτια θανάτου για τους Λονδρέζους του Μεσαίωνα που έζησαν πριν και μετά την επιδημία.
Τα δείγματα, που χρονολογούνται αρκετές εκατοντάδες χρόνια μετά το Μαύρο Θάνατο, δείχνουν πως η επιβίωση και η γενική υγεία είχαν βελτιωθεί θεαματικά από τον 16ο αιώνα και μετά και οι άνθρωποι ζούσαν πια πολύ περισσότερο απ’ όσο πριν ξεσπάσει η επιδημία.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο PLoS ONE, «αναδεικνύει τη δύναμη των μολυσματικών ασθενειών να αναδιαμορφώσουν τα πρότυπα της υγείας και του πληθυσμού επίπεδα σε ολόκληρη την ιστορία», είπε η DeWitte.
«Είναι μάλλον περιττό να τονίσω πόσο δραματικά χτύπησε ο Μαύρος Θάνατος μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Αυτό που μελετάμε είναι τι συνέβη περίπου 200 χρόνια μετά τον Μαύρο Θάνατο. Στο διάστημα αυτό διαπιστώσαμε πολύ σαφείς θετικές αλλαγές στην δημογραφία και την υγεία. Οι βελτιώσεις στον τομέα της υγείας συνέβησαν ακριβώς λόγω του θανάτου τεράστιου αριθμού ανθρώπων. Η μελέτη αποδεικνύει πως εξαιτίας των σοβαρών απειλών για την υγεία, όπως οι επαναλαμβανόμενες επιδημίες πανώλης, πολλές γενιές ανθρώπων έζησαν μετά τον Μαύρο θάνατο σε βελτιωμένες συνθήκες υγείας απ’ αυτές που ζούσαν οι άνθρωποι πριν από την επιδημία», τόνισε.