Η πρώιμη διάγνωση της άνοιας είναι κρίσιμης σημασίας για την καθυστέρηση της εκδήλωσης της γνωστικής εξασθένησης. Μια νέα μελέτη δείχνει ότι μια απλή εξέταση μπορεί επίσης να αποτελέσει προγνωστικό δείκτη.
Η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Neurology δείχνει ότι αρκεί να μετρήσει κανείς την ταχύτητα του βαδίσματος και της μνήμης για να φτάσει σ’ αυτή την πρόβλεψη.
Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πάσχουν από τη νόσο του Αλτσχάιμερ που είναι η πιο κοινή μορφή άνοιας. Εκτιμάται πως ο αριθμός τους θα τριπλασιαστεί μέχρι το 2050 και αυτό σημαίνει ότι είναι αναγκαίο να αναπτυχθούν στρατηγικές που θα μπορούσαν να επιβραδύνουν αν όχι να αποτρέψουν ολοκληρωτικά την ασθένεια.
Οι τρέχουσες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση της άνοιας περιλαμβάνουν μια ποικιλία αξιολογήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιατρικών εξετάσεων, των τεστ μνήμης και των τομογραφιών του εγκεφάλου.
Αλλά η πρόσφατη μελέτη της ομάδας του Albert Einstein College of Medicine του Πανεπιστημίου Yeshiva και του Ιατρικού Κέντρου του Montefiore στη Νέα Υόρκη, αποκαλύπτει ένα πιθανό νέο τεστ που θα μπορούσε να διαγνώσει προ-άνοια.
«Ως νέος ερευνητής, εξέτασα εκατοντάδες ασθενείς και παρατήρησα ότι εάν ένα άτομο μεγαλύτερης ηλικίας περπατούσε αργά, υπήρχε μια καλή πιθανότητα ότι τα γνωστικά του τεστ ήταν επίσης μη φυσιολογικά. Αυτό μου έδωσε την ιδέα ότι ίσως θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το απλό κλινικό σύμπτωμα -δηλαδή το πόσο γρήγορα περπατά κάποιος- για να προβλέψουμε ποιος θα αναπτύξει άνοια», λέει ο κύριος συγγραφέας της μελέτης δρ Joe Verghese, καθηγητής στο Τμήμα Νευρολογίας του Albert Einstein College of Medicine.
Ο δρ Verghese λέει ότι σε μια μελέτη του 2002 που δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine, ο ίδιος και οι συνεργάτες του αποκάλυψαν πως οι διαταραχές βάδισης θα μπορούσαν να προβλέψουν με ακρίβεια την μετέπειτα εξέλιξη της άνοιας.
Η ομάδα «έχτισε» πάνω σ’ αυτό το εύρημα στην τελευταία έρευνά της, αναπτύσσοντας μια δοκιμή που χρησιμοποιεί τα στοιχεία από την ταχύτητα βάδισης και μνήμης για τη διάγνωση του συνδρόμου κινητικού-γνωστικού κινδύνου (MCR), το οποίο οι ερευνητές πιστεύουν ότι είναι ένα πρώιμο σημάδι της άνοιας.
Ασθενείς με MCR είχαν διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν άνοια
Οι ερευνητές υπολόγισαν το MCR αναλύοντας 22 μελέτες από 17 χώρες που αφορούσαν 26.802 ενήλικες ηλικίας 60 ετών και άνω, οι οποίοι δεν είχαν ούτε άνοια, ούτε αναπηρία.
Από αυτούς, το 9,7% -σχεδόν 1 στους 10- πληρούσαν τα κριτήρια για MCR. Με άλλα λόγια, είχαν αφύσικα αργή βάδιση (λιγότερο από 1 μέτρο ανά δευτερόλεπτο) και γνωστικά προβλήματα.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν στη συνέχεια τέσσερις από τις 22 μελέτες -με τη συμμετοχή 4.812 ατόμων- για να διαπιστωθεί αν το MCR μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τη μελλοντική ανάπτυξη της άνοιας. Συνολικά, οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο ένα διάστημα 12 χρόνων.
Η ομάδα διαπίστωσε ότι οι συμμετέχοντες που πληρούσαν τα κριτήρια για MCR είχαν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν άνοια κατά τη διάρκεια των 12 ετών παρακολούθησης, σε σύγκριση με εκείνους που δεν πληρούσαν τα κριτήρια MCR.
Ο δρ Verghese σημειώνει ότι μερικοί άνθρωποι δεν είναι σε θέση να έχουν πρόσβαση στα τρέχοντα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση της άνοιας και ότι αυτό μπορεί να αλλάξει με το τεστ MCR:
«Η μέθοδος της ανάλυσής μας θα μπορούσε να επιτρέψει σε περισσότερα άτομα να μάθουν αν βρίσκονται σε κίνδυνο για άνοια, δεδομένου ότι αποφεύγουν τις πολύπλοκες δοκιμές και δεν απαιτείται το τεστ να γίνει από νευρολόγο. Ο θετικός αντίκτυπος μπορεί να είναι τεράστιος, όχι μόνο για τα ίδια τα άτομα και τις οικογένειές τους, αλλά και από άποψη εξοικονόμησης του κόστους της υγειονομικής περίθαλψης προς όφελος της κοινωνίας. Το μόνο που χρειάζεται για να αξιολογηθεί το MCR είναι ένα χρονόμετρο και μερικές ερωτήσεις, έτσι ώστε οι γιατροί πρωτοβάθμιας περίθαλψης να μπορούν να το ενσωματώσουν εύκολα στις εξετάσεις των ηλικιωμένων ασθενών τους».
Επισημαίνει, επίσης, πως για τους ασθενείς που πληρούν τα κριτήρια για MCR, τα επόμενα βήματα θα περιλαμβάνουν τον προσδιορισμό των μηχανισμών που θα μπορούσαν επίσης να αποκαλύψουν κι άλλες υποκείμενες αιτίες και θέματα υγείας.
«Δεδομένου ότι ολοένα και περισσότερο γνωρίζουμε πως η υγεία του εγκεφάλου είναι στενά συνδεδεμένη με την καρδιαγγειακή υγεία, αυτό σημαίνει ότι θεραπεύσιμες καταστάσεις όπως η υπέρταση, το κάπνισμα, η υψηλή χοληστερόλη, η παχυσαρκία και ο διαβήτης μπορεί να παρεμβαίνουν στη ροή αίματος προς τον εγκέφαλο, αυξάνοντας τον κίνδυνο ενός ατόμου για ανάπτυξη της νόσου του Αλτσχάιμερ και άλλων μορφών άνοιας. Γνωρίζοντας ότι κάποιος είναι σε υψηλό κίνδυνο για άνοια, μπορούμε να βοηθήσουμε αυτόν και την οικογένειά του να προχωρήσουν σε βελτιωτικές ρυθμίσεις για το μέλλον κι αυτή είναι μια πτυχή του ελέγχου του MCR που είναι πολύ σημαντική για την κλινική πρακτική», καταλήγει.