Τον πρώτο καιρό της πανδημίας το κύριο μέλημα των γιατρών ήταν να διατηρήσουν την αναπνευστική λειτουργία των ασθενών, δίνοντας έμφαση κυρίως στην αποκατάσταση των πνευμόνων και του κυκλοφορικού συστήματος.
Ακόμη και τότε, όμως, τα δεδομένα που έκαναν λόγο για νευρολογικές βλάβες είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται. Κάποιοι ασθενείς είχαν παραισθήσεις, ήταν ταραγμένοι και σε σύγχυση.
Ενα από τα πρώτα κρούσματα Covid-19 που εμφάνισε συμπτώματα ψύχωσης ήταν 55χρονη γυναίκα, η οποία έβλεπε λιοντάρια και πιθήκους μέσα στο σπίτι της, ενώ είχε πεισθεί ότι ο άνδρας της είχε αλλάξει μορφή. Η γυναίκα δεν είχε ιστορικό ψυχιατρικών νοσημάτων, ενώ είχε περάσει την ηλικία, στην οποία οι ψυχώσεις εμφανίζονται για πρώτη φορά, όπως αναφέρει σε άρθρο της η επιστημονική επιθεώρηση Nature.
Τον Απρίλιο, Ιάπωνες επιστήμονες κατέγραψαν το πρώτο κρούσμα ασθενούς με εγκεφαλική φλεγμονή, ενώ σε άλλο περιστατικό διαπιστώθηκε υποβάθμιση της μυελίνης, της λιπώδους ουσίας, η οποία προστατεύει τους νευρώνες και πλήττεται ανεπανόρθωτα από ασθένειες όπως η πολλαπλή σκλήρυνση.
«Τα νευρολογικά συμπτώματα γίνονται ολοένα και πιο ανησυχητικά», λέει η Αλισον Μουότρι, νευρολόγος του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας.
Ο κατάλογος των νευρολογικών παρενεργειών του κοροναϊού περιλαμβάνει πλέον εγκεφαλικά, αιματώματα στον εγκέφαλο και απώλεια μνήμης. Παρότι και άλλες σοβαρές ασθένειες μπορεί να προκαλέσουν τέτοιες παρενέργειες, η εξάπλωση της πανδημίας σημαίνει ότι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι ενδέχεται να τα εμφανίσουν και να υποφέρουν διά βίου από τις επιπτώσεις τους.
Οι ερευνητές προσπαθούν τώρα να απαντήσουν σε καίρια ερωτήματα, όπως τον αριθμό ανθρώπων που πάσχουν από τις παρενέργειες αυτές, ποιοι ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου και κυρίως τα ακριβή αίτια που τις προκαλούν. Παρότι πολλοί ιοί εισβάλλουν στον εγκέφαλο και τον επηρεάζουν, άγνωστο παραμένει γιατί ο SARS-Cov-2 το κάνει σε τέτοια έκταση. Τα νευρολογικά συμπτώματα ίσως να είναι αποτέλεσμα υπερβολικής διέγερσης του ανοσοποιητικού, κάτι που θα απαιτούσε διαφορετική θεραπευτική αντιμετώπιση. «Αυτός είναι ο λόγος, που ο μηχανισμός της ασθένειας είναι τόσο σημαντικός», λέει ο νευρολόγος Μπένεντικτ Μάικλ, του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ.
Σε δημοσίευσή τους τον Ιούνιο, ο δρ Μάικλ και η ομάδα του προχώρησαν σε ανάλυση των κλινικών δεδομένων 125 ασθενών Cοvid-19 στη Βρετανία, οι οποίοι εμφάνιζαν νευρολογικά ή ψυχιατρικά συμπτώματα. Από αυτούς, το 62% είχε υποστεί βλάβες στην αιμάτωση του εγκεφάλου, όπως εγκεφαλικά ή αιμορραγίες και το 31% έπασχε από παραισθήσεις, συνοδευόμενες ενίοτε από εγκεφαλίτιδα, διόγκωση των εγκεφαλικών ιστών. Δέκα ασθενείς με ψυχιατρικές παρενέργειες ανέπτυξαν ψυχώσεις.
«Παρατηρήσαμε ομάδα νεότερων ασθενών χωρίς νευρολογικό ιστορικό, οι οποίοι επλήγησαν από εγκεφαλικά επεισόδια, ενώ άλλοι αντιμετώπισαν σημαντικές ψυχολογικές μεταβολές», λέει ο δρ Μάικλ.
Κρούσματα εγκεφαλίτιδας εξελίχθηκαν σε σοβαρή μορφή της νόσου, που ονομάζεται οξεία εγκεφαλομυελίτιδα, στην οποία εγκέφαλος και σπονδυλική στήλη εμφανίζουν φλεγμονή, ενώ οι νευρώνες χάνουν το κάλυμμα μυελίνης τους, οδηγώντας σε παραπλήσια συμπτώματα με εκείνα της πολλαπλής σκλήρυνσης. Κάποιοι από τους ασθενείς αυτούς είχαν ελαφρά μόνο αναπνευστικά συμπτώματα.
«Ο εγκέφαλος είναι αυτός που επλήγη κυρίως σε αυτούς», λέει ο νευρολόγος του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, Μάικλ Ζάντι.
Πιο σπάνιες επιπλοκές αφορούν περιφερειακές νευρολογικές βλάβες, άγχος και σύνδρομο μετατραυματικού στρες. Τέτοια συμπτώματα είχαν παρατηρηθεί σε ασθενείς με SARS και MERS, ασθένειες που προκαλούνται και αυτές από κοροναϊούς.
Το πιο επείγον ερώτημα για τους νευρολόγους παραμένει, όμως, γιατί επηρεάζεται ο εγκέφαλος. Παρότι τα συμπτώματα είναι σχεδόν πανομοιότυπα στους ασθενείς, ο μηχανισμός τους παραμένει ακόμη άγνωστος. Η απάντηση στον γρίφο αυτό, θα επιτρέψει στους ιατρούς να επιλέξουν τη σωστή θεραπευτική αγωγή.
«Αν πρόκειται για ιογενή μόλυνση του κεντρικού νευρικού συστήματος, πρέπει να χορηγήσουμε remdesivir ή άλλο αντιικό. Αν, όμως, ο ιός δεν βρίσκεται στο νευρικό σύστημα, τότε ίσως εντοπίζεται στο σώμα, οπότε ενδείκνυται θεραπεία με αντιφλεγμονώδη. Δεν υπάρχουν περιθώρια για σφάλματα, καθώς η λάθος αγωγή μπορεί να απειλήσει τη ζωή του ασθενούς», λέει ο δρ Μάικλ Ζάντι.
Την ίδια στιγμή, οι ιατροί δυσκολεύονται να εντοπίσουν τον ιό στον εγκέφαλο, σε σχέση με άλλα όργανα. Τα τεστ PCR δεν είναι πάντα ικανά να τον εντοπίσουν εκεί, παρά τη μεγάλη τους ευαισθησία, ενώ πολλές μελέτες δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τον ιό στο υγρό του μυελού της σπονδυλικής στήλης και του εγκεφάλου. Μία αιτία του φαινομένου αυτού ενδέχεται να είναι ότι οι αισθητήρες ACE2, πρωτεΐνη των ανθρώπινων κυττάρων, την οποία εκμεταλλεύεται ο ιός για να διεισδύσει στο σώμα, δεν εκφράζεται σε μεγάλες ποσότητες στα εγκεφαλικά κύτταρα. Πολλές από τις παρενέργειες, που καταγράφονται σε νοσηλείες κοροναϊού ίσως να είναι αποτέλεσμα της αντίδρασης του ανοσοποιητικού συστήματος στον ιό.